Μία ξενάγηση στον εκπληκτικό κόσμο της ανάπτυξης των παιδιών

Αναγνωρίζοντας πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος που οι γονείς αλλά και οι εκπαιδευτικοί παίζουμε στην ανάπτυξη των παιδιών, θα ήταν ενδιαφέρον να ρίξουμε μία ματιά στην επιστήμη της Ψυχολογίας για τις τρεις πιο γνωστές και πιο επιδραστικές θεωρίες ανάπτυξης παιδιών.

Ίσως η πιο δημοφιλής θεωρία, ειδικά ανάμεσα σε παιδαγωγούς, είναι εκείνη του Ζαν Πιαζέ (1896-1980). Αφού παρατήρησε σε ερευνητικό επίπεδο παιδιά κι εφήβους, πρότεινε ότι η γνωστική ικανότητα των παιδιών αναπτύσσεται μέσω κάποιων σταδίων. Για παράδειγμα, μικρότερα παιδιά κάνουν ερωτήσεις για αντικείμενα ενώ τα μεγαλύτερα ρωτάνε για ανθρώπους.

Ο Πιαζέ ανέφερε πως αυτά τα στάδια (βλ. Πίνακας 1) συμβαίνουν το ένα μετά το άλλο με σειρά και τα παιδιά δεν μπορούν να περάσουν στο επόμενο στάδιο αν δεν έχουν ολοκληρώσει το προηγούμενο.

Μελετώντας τη νοημοσύνη των παιδιών και πώς αναπτύσσεται το ανθρώπινο μυαλό, διατύπωσε ότι σημαντική θέση έχουν οι γνωστικές διεργασίες της αφομοίωσης και της προσαρμογής. Τα παιδιά, κάπως όπως οι επιστήμονες, σχηματίζουν θεωρίες για τον φυσικό και κοινωνικό κόσμο που τους περιβάλλει. Αυτές οι θεωρίες δοκιμάζονται καθώς έχουν συγκεκριμένες προσδοκίες για το τι πρόκειται να συμβεί. Όταν εντοπίσουν κάτι καινούριο, διαμορφώνουν νέες θεωρίες αναλογιζόμενα τις προηγούμενες εμπειρίες (αφομοίωση). Προκειμένου να αποδεχτούν την καινούρια πραγματικότητα προσαρμόζουν τις προσδοκίες τους και τα γνωστικά τους σχήματα (προσαρμογή). Αυτή η δημιουργική διαδικασία αφομοίωσης-προσαρμογής αποτελεί τη βάση δημιουργίας κριτικής σκέψης, μίας δεξιότητας τόσο απαραίτητης για όλη μας τη ζωή.

Για να δούμε αναλυτικά τα στάδια της θεωρίας γνωστικής ανάπτυξης του Πιαζέ.

Γνωστικό στάδιοΗλικία Περιγραφή σταδίου
Αισθησιο-κινητικό στάδιογέννηση – 2 ετώνΤα βρέφη μαθαίνουν τον κόσμο μέσω των αισθήσεων. Πολύ σημαντική σε αυτό το στάδιο είναι η έννοια της μονιμότητας του αντικειμένου. Ήδη από 6 μηνών το βρέφος γνωρίζει ότι ένα αντικείμενο εξακολουθεί να υπάρχει ακόμα κι αν δεν βρίσκεται στο οπτικό του πεδίο.
Στάδιο της προ-λογικής σκέψης 2 – 7 ετών Σε αυτό το στάδιο τα παιδιά αρχίζουν να αναπτύσσουν και τη γλώσσα. Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει το θεατρικό παιχνίδι το οποίο βοηθάει και στην πνευματική ανάπτυξη του παιδιού. Παίζοντας σε ένα φανταστικό παιχνίδι σκέφτονται την πραγματική τους εμπειρία.
Στάδιο της συγκεκριμένης λογικής σκέψης7 – 11 ετώνΣε αυτό το στάδιο τα παιδιά αρχίζουν να αναπτύσσουν την λογική σκέψη και την ικανότητα να λύνουν προβλήματα. Επιπλέον κατακτούν την ικανότητα να απομακρύνονται από την προσωπική τους άποψη και να αναλογίζονται άλλες οπτικές γωνίες ενός θέματος.
Στάδιο της λογικής σκέψης 11 ετών – εφηβείαΣτο στάδιο αυτό τα παιδιά κατακτούν τη λογική σκέψη, την ικανότητα διεξαγωγής συμπερασμάτων, αλλά και την αφηρημένη σκέψη καθώς είναι σε θέση να απαντήσουν σε υποθετικά ερωτήματα.
Πίνακας 1 – Στάδια της Γνωστικής Θεωρίας του Πιαζέ

Η θεωρία του Πιαζέ έπαιξε σημαντικό ρόλο την εποχή που διατυπώθηκε καθώς αντικατέστησε την αντίληψη ότι τα παιδιά είναι παθητικοί δέκτες της γνώσης με τη νέα αντίληψη ότι τα παιδιά συνεχώς εξερευνούν και πειραματίζονται ώστε να ανακαλύψουν τον κόσμο γύρω τους. Επηρέασε όμως και τους εκπαιδευτικούς στο σχεδιασμό των σχολικών απαιτήσεων ανά διδακτική βαθμίδα.

Ένας άλλος θεωρητικός που πίστευε ότι η προσωπικότητα αναπτύσσεται σε διαδοχικά στάδια ήταν ο Έρικ Έρικσον (1902-1994). Μόνο που ο Αμερικανός αναπτυξιακός ψυχολόγος δεν εστίασε στο γνωσιακό κομμάτι, αλλά στο κοινωνικό. Ο Έρικσον ενδιαφερόταν για το πώς η κοινωνική αλληλεπίδραση επηρεάζει την ανάπτυξη του ανθρώπου σε όλη της διάρκεια της ζωής του, από τη βρεφική έως τη γεροντική ηλικία, κι όχι μόνο στα σχολικά χρόνια. Σύμφωνα με την Ψυχοκοινωνική Θεωρία Ανάπτυξης του Έρικσον, η ανάπτυξη αποτελείται από διαδοχικά στάδια, το καθένα από τα οποία ορίζεται από μία κρίση, από τη σύγκρουση δύο αντίπαλων πλευρών, όπως φαίνεται και από το όνομα του κάθε σταδίου (βλ. Πίνακας 2). Η επιτυχής εξέλιξη του ατόμου έχει να κάνει με την επίτευξη ισορροπίας μεταξύ των δύο. Τότε ο άνθρωπος μπορεί να αποκτήσει τις αντίστοιχες δεξιότητες του σταδίου ανάπτυξης. Αν όχι, θα οδηγηθεί σε αισθήματα ανεπάρκειας. Για ποιες αντίπαλες πλευρές μιλούσε όμως ο Έρικσον; Για να δούμε αναλυτικότερα τα οκτώ (8) ψυχοκοινωνικά στάδια στον παρακάτω πίνακα.

Ψυχοκοινωνικό ΣτάδιοΗλικίαΣύγκρουση/ Ψυχοκοινωνική Κρίση
Εμπιστοσύνη εναντίον Δυσπιστίαςγέννηση – 1ο έτοςΗ αίσθηση ότι ο κόσμος είναι ασφαλής.
Σε αυτό το στάδιο τα βρέφη εξαρτώνται από τους ενήλικες φροντιστές τους για την επιβίωση. Όταν οι γονείς παρέχουν τροφή, φροντίδα, αγάπη κι αποδοχή, το παιδί αισθάνεται ασφαλές στον κόσμο (εμπιστοσύνη). Αν όχι, το παιδί δεν θα μπορεί να εμπιστευτεί (δυσπιστία). Η έλλειψη αξιοπιστίας των φροντιστών θα προκαλέσει την επιφυλακτικότητα αφού ο κόσμος για εκείνο είναι ασυνεπής κι απρόβλεπτος.
Αυτονομία εναντίον
Ντροπής & Αμφιβολίας
1- 3 ετώνΗ συνειδητοποίηση ότι είναι ένα ανεξάρτητο πρόσωπο που μπορεί να παίρνει αποφάσεις (αίσθηση αυτονομίας).
Τα παιδιά μαθαίνουν να ελέγχουν τις σωματικές τους λειτουργίες (εκπαίδευση τουαλέτας), κι αποκτούν μεγαλύτερο έλεγχο στις επιλογές τροφίμων, ρούχων και παιχνιδιών. Η επιτυχία οδηγεί στην αυτονομία. Αντίθετα, ένα παιδί που δυσκολεύεται και ντρέπεται για τα ατυχήματά του μπορεί να οδηγηθεί σε αισθήματα ντροπής κι αμφιβολίας.
Η ισορροπία μεταξύ των δύο θα οδηγήσει στη βούληση.
Πρωτοβουλία εναντίον
Ενοχής
3 – 6 ετών Η ανάπτυξη της επιθυμίας να δοκιμάσει νέα πράγματα και να χειριστεί την αποτυχία.
Αρχίζουν να διεκδικούν τον έλεγχο και την εξουσία πάνω στον κοινωνικό τους περίγυρο, μέσω π.χ. της σκηνοθεσίας του παιχνιδιού. Αν επιτύχει, αισθάνεται ικανό να καθοδηγήσει τους άλλους (ατομική πρωτοβουλία).  Αν δεν τα καταφέρει μένει με ένα αίσθημα ενοχής κι έλλειψης πρωτοβουλίας. Το ίδιο κι αν επιδείξει υπερβολική δύναμη στην άσκηση εξουσίας.
Επιτυγχάνοντας ιδανική ισορροπία, αναδύεται η ποιότητα του Εγώ που είναι γνωστή ως σκοπός.
Εργατικότητα εναντίον
Κατωτερότητας
6 – 11 ετώνΗ απόκτηση βασικών δεξιοτήτων και η συνεργασία με άλλους.
Στα πρώτα σχολικά χρόνια, τα παιδιά πρέπει να ανταπεξέλθουν σε νέες κοινωνικές κι ακαδημαϊκές απαιτήσεις. Όταν το παιδί ενθαρρύνεται και επαινείται, αναπτύσσει μία αίσθηση υπερηφάνειας για τα επιτεύγματά του κι άρα εμπιστοσύνης στον εαυτό του. Αν λάβει ελάχιστη ή καθόλου ενθάρρυνση, θα αμφιβάλλει για τον εαυτό του και θα οδηγηθεί σε αισθήματα κατωτερότητας.
Η ισορροπία οδηγεί στο αίσθημα ικανότητας του παιδιού.
Ταυτότητα εναντίον Σύγχυσηςεφηβεία Η ανάπτυξη της προσωπικής ταυτότητας.
Στην εφηβεία η ταυτότητα του Εγώ αλλάζει συνεχώς λόγω των αλληλεπιδράσεων με τους άλλους. Αν το παιδί λάβει ενθάρρυνση στην προσωπική εξερεύνηση της ταυτότητας (ιδανικά, πεποιθήσεις, αξίες), θα βγει με μία ισχυρή αίσθηση του εαυτού κι αισθήματα ανεξαρτησίας. Αν όχι, θα οδηγηθεί σε σύγχυση ρόλων κι αδύναμη ταυτότητα.
Η ισορροπία σε αυτό το στάδιο δίνει μια ολοκληρωμένη και συνεκτική αίσθηση του εαυτού για το υπόλοιπο της ζωής.
Οικειότητα εναντίον Απομόνωσης πρώιμη ενήλικη ζωήΗ δημιουργία ουσιαστικών σχέσεων με άλλους ανθρώπους.
Οι νεαροί ενήλικες εδώ εξερευνούν τις προσωπικές σχέσεις. Αν έχει αναπτύξει ισχυρή αίσθηση της ταυτότητας στο προηγούμενο στάδιο, τώρα θα δημιουργήσει σχέσεις διαρκείς κι ασφαλείς. Αλλιώς θα παλεύει με συναισθηματική απομόνωση, μοναξιά και κατάθλιψη.
Η ισορροπημένη επίλυση αυτής της κρίσης οδηγεί σε αφοσιωμένες, στενές σχέσεις αγάπης.
Παραγωγικότητα εναντίον Στασιμότηταςενήλικη ζωή Η ανάγκη για δημιουργία, κάνοντας παιδιά ή προσφέροντας παραγωγική εργασία.
Σε αυτό το στάδιο ο ενήλικος έχει ανάγκη να δημιουργήσει κάτι με διάρκεια στο χρόνο, είτε είναι οικογένεια είτε μια δημιουργική συνεισφορά στην κοινωνία. Η επιτυχία οδηγεί σε συναισθήματα χρησιμότητας και ολοκλήρωσης.
Η ισορροπία οδηγεί στην απόκτηση της δεξιότητας της φροντίδας.
Πληρότητα εναντίον ΑπελπισίαςγηρατειάΟ αναστοχασμός της ζωής, η αίσθηση ολοκλήρωσης.
Αν ο ηλικιωμένος άνθρωπος στον απολογισμό της ζωής του αισθάνεται ότι έζησε μία ικανοποιητική ζωή θα μπορεί να αντιμετωπίσει το τέλος της ζωής με αίσθημα γαλήνης. Αν όμως νιώθει τύψεις, τότε θα αισθάνεται φόβο καθώς η ζωή του θα τελειώσει χωρίς να έχει ολοκληρώσει αυτά που ήθελε να κάνει.
Η επιτυχία οδηγεί σε αισθήματα σοφίας, ενώ η αποτυχία έχει ως αποτέλεσμα τη λύπη, την πικρία και την απόγνωση.
Πίνακας 2 – Στάδια Ψυχοκοινωνικής Θεωρίας Ανάπτυξης του Έρικσον
Erikson’s Psychosocial Stages of Development

Ένας ακόμα ψυχολόγος που συνέβαλλε στη μελέτη της πνευματικής ανάπτυξης των παιδιών ήταν ο Λεβ Βιγκότσκι (1896-1934). Υποστήριξε ότι τα παιδιά αναπτύσσονται ως μέλη της ανθρώπινης κοινότητας και όχι ως μεμονωμένα άτομα. Η Κοινωνική Θεωρία Γνωστικής Ανάπτυξης, η οποία έγινε γνωστή στο δυτικό κόσμο στη δεκαετία του ’60, δηλαδή μετά θάνατο του Βιγκότσκι, εστιάζει στο ότι ο πολιτισμός διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη. Ο πολιτισμός είναι η δύναμη που διαμορφώνει όλες τις υψηλότερες νοητικές διεργασίες, όπως η αντίληψη, η προσοχή, η μνήμη, και η επίλυση προβλημάτων.

Σύμφωνα με τον Βιγκότσκι το παιδί μαθαίνει μέσω της αλληλεπίδρασής του με τους άλλους. Μάλιστα, διατύπωσε τη θεωρία του για την ΖΕΑ (Ζώνη Επικείμενης Ανάπτυξης) όπου ΖΕΑ είναι το αναπτυξιακό πεδίο όπου το παιδί μπορεί να φτάσει με την καθοδήγηση των ενηλίκων ή σε συνεργασία με πιο ικανούς συνομηλίκους (βλ. εικόνα 1). Η Ζώνη Επικείμενης Ανάπτυξης είναι μία ζώνη δυνητικής ανάπτυξης και βρίσκεται ανάμεσα σε αυτά που μπορεί να κάνει το παιδί μόνο του, χωρίς βοήθεια, και σε αυτό που δεν μπορεί να κάνει. Για παράδειγμα, έχουμε δύο παιδιά με την ίδια νοητική ηλικία (8 ετών) τα οποία λύνουν ένα πρόβλημα με τον ίδιο τρόπο, που είναι λανθασμένος. Αφού τα βοηθήσει ένας δάσκαλος το ένα παιδί (ας το πούμε Παιδί Α) λύνει το πρόβλημα όπως ένα παιδί 12 ετών και το άλλο παιδί (Παιδί Β) λύνει το πρόβλημα όπως ένα παιδί 9 ετών. Η διαφορά τους βρίσκεται στη Ζώνη Επικείμενης Ανάπτυξης.

Ζώνη Επικείμενης Ανάπτυξης (Zone of Proximal Development)

Ακριβώς επειδή ένα παιδί μπορεί με την κατάλληλη καθοδήγηση να αναπτυχθεί κι άλλο, ο Βιγκότσκι αναφέρθηκε στην “σκαλωσιά” αν και όχι με αυτό τον όρο που έχει καθιερωθεί. Εκείνος μίλησε για πλαίσιο στήριξης αλλά σίγουρα είναι πιο εύγλωττη η εικόνα μίας σκαλωσιάς, δηλαδή του υποστηρικτικού πλαισίου που προσαρμόζεται από τον ενήλικο προκειμένου να αναπτυχθούν οι γνωστικές δυνατότητες του παιδιού. Βέβαια, απαραίτητο στοιχείο για να διατηρηθεί το δυναμικό επίπεδο ανάπτυξης του παιδιού είναι η απόκτηση της γλώσσας. Η γλώσσα σύμφωνα με τον Βιγκότσκι ήταν κοινωνικό εργαλείο σκέψης και αποτελούσε μέρος των ανώτερων νοητικών διεργασιών, μοναδική στους ανθρώπους σε σχέση με τα μη ανθρώπινα πρωτεύοντα θηλαστικά.

Σίγουρα κάθε αναπτυξιακή θεωρία έχει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά της. Γι’αυτό καμία θεωρία δεν μπορεί να υιοθετηθεί αυτούσια και μεμονωμένα. Σε κάποια σημεία η μία συμπληρώνει την άλλη και σε κάποια άλλα σημεία έρχονται σε αντίθεση. Δεν είναι λίγες οι φορές που ο ένας θεωρητικός ασκεί κριτική στον άλλο. Ωστόσο, η αφετηρία ήταν μία, η προσπάθεια να καταλάβουν τον τρόπο που αναπτύσσεται ένα παιδί, πώς αντιλαμβάνεται τον κόσμο, πώς μαθαίνει, πώς δημιουργεί την ταυτότητά του.

Οι θεωρητικοί της παιδικής ανάπτυξης συχνά αναφέρονται στην ανάπτυξη ως ένα ταξίδι που μπορεί να εξελιχθεί σε διάφορα μονοπάτια. Τα παιδιά κάνουν αυτό το ταξίδι όταν έρχονται σε επαφή με τον φυσικό κόσμο, το πολιτισμικό περιβάλλον τους και φυσικά με τους ανθρώπους που παίζουν βασικό ρόλο στη ζωή τους επηρεάζοντας τις ιδέες, τις πεποιθήσεις, τα συναισθήματα, την προσωπικότητά τους. Επειδή ως γονείς κι εκπαιδευτικοί συμμετέχουμε κι εμείς σε αυτό το αναπτυξιακό ταξίδι τους, καλό είναι να γνωρίζουμε τι να περιμένουμε σε κάθε ηλικία αλλά και πώς μπορούμε να βοηθήσουμε για να φτάσει το παιδί το μέγιστο των δυνατοτήτων του ενώ παράλληλα είναι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος.

Σάπισμα ή δημιουργικότητα; Ιδέες για το δεύτερο

©pexels, cottonbrostudio

Σε όλους μάς έχει συμβεί. Μετά από κανένα δίωρο-τρίωρο όπου βλέπουμε απανωτά το ένα επεισόδιο πίσω από το άλλο (binge-watching, ντε!) κλείνουμε την οθόνη (TV/PC, λίγη σημασία έχει) και νιώθουμε ένα κενό που συνοψίζεται στη φράση “Πω πω πώς πέρασε η ώρα!” Και δίνουμε υπόσχεση στον εαυτό μας ότι αύριο θα τα κάνουμε διαφορετικά και δεν θα κολλήσουμε στην τηλεόραση!

Μάλιστα, η γενιά Ζ (γεννημμένοι μεταξύ 1997-2012) θεωρεί ότι το σάπισμα στο κρεβάτι (bed-rotting) είναι μία μορφή φροντίδας του εαυτού. Ας μη γελιόμαστε. Και οι προηγούμενες γενιές που δεν είχαν εφεύρει τον όρο, θεωρούσαν πως το να βυθιστούν στον κόσμο της αγαπημένης τους σειράς είναι ένας τρόπος να ξεκουραστούν από μία μέρα με εξοντωτικούς ρυθμούς. Κι αν μάς ξεκουράζει, γιατί σηκωνόμαστε από τον καναπέ με ένα αίσθημα ματαίωσης;

Ε, αυτό το άρθρο απευθύνεται σε εσάς που νιώθετε την ματαίωση ότι δεν κάνετε κάτι παραγωγικό, κάτι δημιουργικό και πως “σαπίζετε” στον αναπαυτικό (δε λέω) καναπέ σας και προτείνει (ή θυμίζει!) ιδέες να αξιοποιήσετε το χρόνο σας.

Προσωπικά ένιωθα τη ματαίωση γιατί απλά κατανάλωνα εικόνες. Διασκεδαστικές, όμορφες, σίγουρα διαφορετικές από την καθημερινότητά μου, αλλά δεν έπαυα να καταναλώνω. Κάπως όπως κατεβάζουμε το αγαπημένο μας γλυκό, αμάσητο! Όταν άρχισα να παρακολουθώ πιο συνειδητά, άρχισε να μειώνεται το αίσθημα της ματαίωσης.

Τι ακριβώς θα πει πιο συνειδητά; Να παραμείνει το γλυκό στο στόμα, να κλείσω τα μάτια όσο η γλώσσα το επεξεργάζεται και να αφήσω την μπουκιά να με παρασύρει σε απολαυστικό ταξίδι γεύσεων πριν παρασυρθεί η ίδια στην άβυσσο του πεπτικού συστήματος!

Τι σημαίνει, όμως, παρακολουθώ συνειδητά; Μιλώντας από προσωπική εμπειρία, πάντα, με βοήθησε πολύ στο να μην νιώθω ότι χάνω το χρόνο μου με το “χαζοκούτι” που έλεγε η γιαγιά μου, όταν άρχισα να στέκομαι κριτικά απέναντι σε αυτά που “κατανάλωνα”, σε αυτά που έβλεπα. Να σκεφτώ τι έμαθα για τον εαυτό μου μέσω της ταύτισής μου με την αγαπημένη μου ηρωίδα στο Bridgerton (Eloise for the win!), να μπω στη θέση του αφηγητή και να σκεφτώ πώς θα συνέχιζα μετά το cliffhanger (το αγωνιώδες σημείο που σταμάτησε το επεισόδιο π.χ. του Lupin), να συζητήσω με κάποιον άλλο τα κοινωνικά (ή άλλα) θέματα που πραγματεύεται μία σειρά (π.χ. Severance και τη “λύση” για την ισορροπία μεταξύ εργασίας και ελεύθερου χρόνου!).

Όταν άρχισα, με προσπάθεια ομολογώ, να σταματάω την παρόρμηση να πατήσω το “Next” παρατήρησα ότι όχι μόνο άρχισε να μειώνεται το αίσθημα της ματαίωσης, αλλά άρχισε να αυξάνεται και ο διαθέσιμος χρόνος! Αλλά και η διάθεση για δημιουργικότητα! Αν το καλοσκεφτείς, όλοι οι ήρωες μάς ιντριγκάρουν γιατί είναι δημιουργικοί, ευφάνταστοι, παραγωγικοί. Πόσο ενδιαφέρον θα είχε να τους βλέπουμε να βλέπουν τηλεόραση;

Ωραία, την διάθεση την έχουμε, αλλά και τι να κάνουμε; Είμαστε ήδη πολύ κουρασμένοι! Να κουραστούμε και όταν θα έπρεπε να ξεκουραζόμαστε;

Μην παρεξηγηθώ. Όλοι δικαιούμαστε μία μέρα που θα βάλουμε τα χαλαρά πιτζαμάκια μας και θα “λιώσουμε” στις σειρές, για να αποφορτιστούμε από μία εξαιρετικά απαιτητική μέρα. Το θέμα είναι όταν η μία μέρα γίνεται ένας μήνας, κ.ο.κ. Δεν γίνεται κάθε μέρα να είναι πιστό αντίγραφο της προηγούμενης! Βέβαια, αν εσάς δεν σας πειράζει, μία χαρά. Σταματήστε να διαβάζετε εδώ. Οι υπόλοιποι συνεχίστε γιατί ακολουθούν ιδέες δημιουργικής, “γεμάτης”, πετυχημένης ζωής, της δικής σας ζωής!

Πέταξε το τηλεκοντρόλ, πιάσε το βιβλίο

Κάτι που τα περισσότερα σίριαλ (ελληνικά και ξενόγλωσσα) αποτελούν μεταφορά βιβλίων, τι θα έλεγες να ψάξεις ανάμεσα στους τίτλους να βρεις ένα βιβλίο που να σε ενδιαφέρει; Και ποιος ξέρει; Μπορεί να κεντρίσει και το ενδιαφέρον ενός παραγωγού να το μεταφέρει τηλεοπτικά. Εσύ, όμως, θα το έχεις ήδη “δει”. Βέβαια, στο βιβλίο μπορούμε να ικανοποιήσουμε και άλλες ανάγκες μας από το να διαβάσουμε μία καλογραμμένη ιστορία! Με ένα επιστημονικό βιβλίο, προβληματιζόμαστε, σκεφτόμαστε, μαθαίνουμε καινούρια πράγματα. Τελευταία έχει αναζωπυρωθεί η συζήτηση για την κλιματική αλλαγή. Καλή ιδέα θα ήταν να διαβάσουμε βιβλία από επιστήμονες διαφορετικών θεωριών και επιστημονικών πεδίων, προκειμένου να σχηματίσουμε τη δική μας άποψη για το θέμα. Αν και τα οφέλη από το βιβλίο είναι πολυάριθμα και ποικίλα, αναγνωρίζω ότι κι αυτό στον καναπέ/πολυθρόνα διαβάζεται.

Άσε τον καναπέ, πιάσε το στρώμα

Ας σηκωθούμε από τον καναπέ και να πιάσουμε το στρώμα. Όοοχι το στρώμα του κρεβατιού, το άλλο, της άσκησης! “Κουρασμένοι άνθρωποι με πόνους παντού, για να γυμναζόμαστε είμαστε!“, σαν να ακούω τον εαυτό μου, πριν ανακαλύψω τα οφέλη της γιόγκα. Μα ακριβώς επειδή είσαι κουρασμένος/η από τη δουλειά γραφείου ή την πολύωρη ορθοστασία, επιβάλλεται να κάνεις διατάσεις για να ξεπιαστούν οι πιασμένοι μύες. Δεν είχα ιδέα τι βαθύ και ξεκούραστο ύπνο έχανα όταν σθεναρά αρνιόμουν να κάνω διατάσεις το βράδυ, νομίζοντας -λανθασμένα- ότι πρέπει να έχω ήδη ένα κορμί-λάστιχο για να ακολουθήσω τι κάνει η yoga instructor στην οθόνη! Ναι, οθόνη, η λέξη που κάνει τζιζ, αλλά όχι σε αυτή την περίπτωση. Γιατί συνειδητά έχω επιλέξει να βρω εκείνο το κανάλι στο YouTube που ταιριάζει στο επίπεδό μου και στο διαθέσιμο χρόνο μου. Είναι κάτι που κάνω για μένα και που θα εκτιμήσει ο μελλοντικός εαυτός μου. Αυτό, θεωρώ, ότι πλησιάζει πολύ περισσότερο το δικό μου ορισμό περί φροντίδας του εαυτού (self-care).

Άκου (ή /και γυμνάσου)

Είναι γνωστό ότι πολλοί άνθρωποι προτιμούν να γυμνάζονται (από το γρήγορο βάδισμα μέχρι τα βάρη στο σπίτι ή στο γυμναστήριο) ακούγοντας κάτι, είτε είναι μουσική, audiobooks (κι εδώ βιβλία!), αγαπημένους ραδιοφωνικούς παραγωγούς είτε podcasts. Τα τελευταία είναι τόσα πολλά, για κάθε γούστο και προτίμηση, που μπορεί να πάρει λίγο χρόνο μέχρι να βρεις εκείνο το podcast με τη θεματική και την προσέγγιση που θα σε κάνει να ανυπομονείς να ακούσεις το επόμενο, αλλά όταν το βρεις, δύσκολα θα αποχωριστείς τα ακουστικά σου. Το καλό σε αυτή την περίπτωση είναι ότι μπορείς ταυτόχρονα να κάνεις και κάτι ενεργητικό, από το να γυμναστείς μέχρι να φτιάξεις το φαγητό της επόμενης μέρας!

Την κουτάλα πιάσε

Μιλώντας για φαγητό, μπορείς να προετοιμάσεις το φαγητό της επόμενης μέρας για μαζί στη δουλειά (μια καλή ιδέα είναι τα overnight oats) είτε να παρασκευάσεις για να το βρεις μετά τη δουλειά. Είναι ειρωνικό να υπάρχουν τόσες εκπομπές/sites μαγειρικής και όμως να παραγγέλνουμε περισσότερο από ποτέ! Ή τουλάχιστον αυτό δείχνει η πληθώρα επιλογών στις πλατφόρμες διανομής φαγητού. Άλλωστε η μαγειρική και η ζαχαροπλαστική μπορεί να είναι πολύ δημιουργικές απασχολήσεις και μάλιστα για όλη την οικογένεια! Υπάρχουν πια πολλές συνταγές που εκτελούνται σύντομα χωρίς να απαιτούν ώρες ατελείωτες στην κουζίνα όπως ξόδευαν οι νοικοκυρές του πάλαι ποτέ. Για παράδειγμα, με βάση αραβικές πίτες ή πίτες για το σουβλάκι και με ό,τι υλικά έχεις στο ψυγείο σου από πάνω, μπορεί να φτιάξεις τη δική σου πίτσα. Βέβαια, τι θα κάνεις μόλις ψηθεί; Θα τρέξεις μπροστά στην οθόνη! Αλλά δεν είναι το ίδιο με πριν που δεν σηκωνόσουν παρά για να ανοίξεις στον ντελιβερά. Αυτή τη φορά θα την έχεις φτιάξει εσύ μόνος/η ή μαζί με άλλους και το αίσθημα επιτεύγματος μέσω της δημιουργίας είναι ανεκτίμητο. Μη μιλήσω για τη νοστιμιά! Δεν θα έχεις φάει καλύτερη πίτσα!

Απόκτησε χόμπι

Από το μακραμέ κόσμημα μέχρι τον μοντελισμό, η ζωή όσων ανθρώπων έχουν χόμπι είναι πλουσιότερη και ομορφότερη. Είτε δημιουργούν για τη χαρά της δημιουργίας, είτε για ένα έξτρα εισόδημα, το κοινό στοιχείο είναι πως η σωματική κούραση δίνει τη θέση της στη ψυχική ανάταση. Σε μια εποχή βιομηχανικής ομοιομορφίας, είναι φοβερό να φτιάχνεις κάτι χειροποίητο και άρα μοναδικό που μπορείς να χαρίσεις ή πουλήσεις. Εξάλλου δεν είναι λίγες εκείνες οι ιστορίες που ένα χόμπι άνοιξε νέους, πιο ικανοποιητικούς επαγγελματικούς δρόμους. Το υποψιάζεσαι, όταν δεν βλέπεις την ώρα να γυρίσεις σπίτι να συνεχίσεις, για παράδειγμα, εκείνο το πλεκτό που ξεκίνησες την προηγούμενη μέρα. Ναι, ξέρω, μπορείς να βλέπεις και την αγαπημένη σου σειρά ταυτόχρονα. Μπορεί όμως να μαζευτείτε και με άλλους που μοιράζονται την ίδια αγάπη με εσένα για τη συγκεκριμένη απασχόληση. Εξάλλου η οθόνη δεν είναι ο εχθρός μας, αλλά η νωθρότητα και η απραξία, το “σάπισμα”.

Μελέτησε

Το να παρακολουθείς ένα διαδικτυακό μάθημα ή σεμινάριο (υπάρχουν αρκετές πλατφόρμες online εκπαίδευσης κι αντίστοιχα ΚΕ.ΔΙ.ΒΙ.Μ*. για να διαλέξεις), μάλλον δεν φαντάζει το ίδιο ελκυστικό με το να παρακολουθείς την αγαπημένη σου σειρά! Ωστόσο, αν το ζητούμενο είναι να μειώσεις δραματικά το αίσθημα ματαιότητας και να νιώθεις ότι “κάνεις κάτι” με τον ελεύθερό σου χρόνο, ίσως είναι μονόδρομος. Άλλωστε όταν μάθεις κάτι καινούριο ή εμπλουτίσεις κάτι που ήδη γνωρίζεις κι εξασκείς, ενισχύεις το βιογραφικό σου και τότε ίσως βρεις την ιδανική δουλειά για εσένα. Εκείνη που δεν θα σε κάνει να νιώθεις ότι το σάπισμα είναι αναφαίρετο δικαίωμα του σκληρά εργαζόμενου, αλλά εκείνη που θα σε ανταμείβει, ηθικά και υλικά.

Φρόντισε τον εαυτό σου (αυτο-φροντίδα)

Όπως ανάφερα ήδη, ο δικός μου ορισμός για τη φροντίδα περιλαμβάνει κάποια μορφή φυσικής άσκησης (από την πιο ήπια έως την πιο έντονη). Σίγουρα και το μαγειρεμένο φαγητό από πρώτες ύλες που γνωρίζω συνιστά φροντίδα, ζωτικής μάλιστα σημασίας, αλλά η αυτο-φροντίδα δεν περιορίζεται εκεί. Γνωρίζω, επίσης, ότι η πρώτη εικόνα που έρχεται στο νου όταν κάνουμε σχέδια για να αποφορτιστούμε ή ανανεωθούμε είναι ένα χαλαρωτικό μπάνιο και διάφορες άλλες ρουτίνες ομορφιάς, αλλά έτσι εστιάζουμε στο σώμα παραμελώντας την ψυχή. Τι γίνεται με την ψυχική υγεία; Δεν υπάρχει καταλληλότερος τρόπος να “αγκαλιάσουμε” τον εαυτό μας από το να κάνουμε ψυχοθεραπεία! Μέσω των (εβδομαδιαίων, συνήθως) συνεδριών γνωρίζουμε βαθύτερα και ουσιαστικότερα τον εαυτό μας, αποκτάμε δηλαδή αυτογνωσία. Γιατί είναι σημαντικό αυτό; Γιατί ερχόμαστε σε επαφή με τον αληθινό εαυτό μας, τις ειλικρινείς επιθυμίες και τις ανάγκες μας κι έτσι ζούμε μία πιο συνειδητή ζωή, πιο κοντά στην αυτοπραγμάτωση. Εξάλλου, υπάρχουν οι περιπτώσεις που το σάπισμα στο κρεβάτι κρύβει κάτι βαθύτερο από το “δικαίωμα στο να μην κάνω απολύτως τίποτα“. Όπως ένα ήπιο (ή μείζον) καταθλιπτικό επεισόδιο, μία παθολογική κούραση, κάτι που όπως και να έχει δεν θα πρέπει να προσπερνάται ειδικά αν χρονίζει ως συμπεριφορά.

Βγες έξω

Εννοείται πως υπάρχει πάντα η επιλογή του να βγεις έξω. Εκεί κι αν έχεις επιλογές, ειδικά αν μένεις σε ένα αστικό κέντρο. Επειδή όμως για αυτή την επιλογή δεν χρειάζεσαι εμένα να σου δώσω ιδέες, την άφησα για το τέλος. Εξάλλου αν βγεις έξω, είναι πιθανό να απομακρυνθείς από τον “πειρασμό” να κολλήσεις την οθόνη. Όχι πως δεν έχει συμβεί! Όλοι έχουμε δει εκείνες τις παρέες/οικογένειες που ενώ κάθονται μαζί, είναι ψυχικά μακριά καθώς ο καθένας χαζεύει στο κινητό του κι επιδίδεται σε ένα αέναο σκρολάρισμα.

Τελικά, γιατί είναι τόσο κακό να σαπίζουμε στον καναπέ μας; Έρχεται και χειμώνας! Αν εσένα δεν σε πειράζει να μην είσαι παραγωγικός, δεν είναι κακό. Όπως είπαμε, έχουμε δικαίωμα πού και πού να μην κάνουμε τίποτα! Δεν χρειάζεται συνέχεια κάτι να κάνουμε. Χρειάζεται και η ξεκούραση για να γεμίσουμε τις μπαταρίες. Όμως, αυτό είναι η μία πλευρά του νομίσματος. Η άλλη είναι ότι απενοχοποιώντας τη “σαπίλα στον καναπέ” θεωρούμε αυτή τη συμπεριφορά ως επιβράβευση στον εαυτό μας! Δεν πρέπει και δεν μπορεί να θεωρηθεί επιβράβευση, γιατί “άντεξα μία ακόμα ημέρα“. Τότε ελλοχεύει ο κίνδυνος από εξαίρεση να γίνει ο κανόνας κι εμείς να χάσουμε την ευκαιρία να βρούμε αυτό που πραγματικά μάς γεμίζει και μάς ολοκληρώνει ή να μην αντιμετωπίσουμε κατάματα τι είναι αυτό που μάς οδηγεί στο “σάπισμα” αρχικά.

Για να μην έχουμε, λοιπόν, την εντύπωση ότι η ζωή περνάει μπροστά από τα μάτια μας, για να μην είμαστε θεατές στην ίδια μας τη ζωή, καλό είναι να βάλουμε όρια στον εαυτό μας πόση ώρα είναι αρκετή να “χαζέψουμε” στην τηλεόραση πριν χαζέψουμε οι ίδιοι. Ίσως να είναι καλό να υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας “Κάνε. Δημιούργησε. Δράσε. Μην καταναλώνεις (μόνο).”

* ΚΕ.ΔΙ.ΒΙ.Μ. (Κέντρα Δια Βίου Μάθησης)

Σεξουαλική κακοποίηση παιδιών: Μπορούν τα παιδιά να είναι ασφαλή;

© Kat Smith, Pexels

Τελευταία, στη δημόσια σφαίρα διαλόγου ένα θέμα κυριαρχεί στην κοινωνία: η παιδεραστία. Ας το διατυπώσω, όμως, από την πτυχή που θα το προσεγγίσω. Η σεξουαλική κακοποίηση παιδιών.

Η κακοποίηση μπορεί να πάρει πολλές μορφές και διακρίνεται σε: σωματική, σεξουαλική, λεκτική, ψυχοσυναισθηματική, οικονομική και φυλετική, αλλά εδώ θα εστιάσω στη σεξουαλική και ειδικά αυτή με θύματά της παιδιά, η οποία είναι λογικό να εγείρει το συλλογικό θυμό κυρίως γιατί τα παιδιά είναι ανήμπορα να υπερασπιστούν τον εαυτό τους.

Οι γονείς καθημερινά εμπιστεύονται τα παιδιά τους σε ξένους, στη νταντά ή μπέιμπι σίτερ αρχικά, στον εκπαιδευτικό και στον προπονητή αργότερα, στον πάσης φύσεως δάσκαλο ή δασκάλα (μουσικής, ξένης γλώσσας, κτλ.) οι οποίοι με τον καιρό γίνονται οικείοι και παύουν να είναι ξένοι. Σίγουρα -κι ευτυχώς- η συντριπτική πλειοψηφία επαγγελματιών παροχής φροντίδας ή γνώσεων δεν είναι επίδοξοι παιδεραστές, αλλά πώς ο γονιός θα εξασφαλίσει ότι το παιδί του είναι ασφαλές στα χέρια τους;

Όπως έχουμε διαπιστώσει από παλαιότερες αλλά και από τις πρόσφατες περιπτώσεις κακοποίησης, το ενδιαφέρον των μέσων μαζικής ενημέρωσης εστιάζει στο προφίλ του παιδεραστή*. Η κοινωνία “ρουφά” κάθε λεπτομέρεια των ρεπορτάζ από τα οποία βομβαρδίζεται επιχειρώντας να καταλήξει στα κοινά γνωρίσματα που έχει ένας παιδεραστής για να προστατεύσει τα παιδιά της. Με απογοήτευση διαπιστώνει ότι η προσέγγιση των Μέσων είναι περισσότερο σκανδαλοθηρική παρά ενημερωτική. Και πως, τελικά, παιδεραστής θα μπορούσε να είναι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας – “άνθρωποι υπεράνω υποψίας” χαρακτηρίζονται στα δελτία ειδήσεων – και πως η διαστροφή δεν είναι γραμμένη στο κούτελο για να αποφεύγεται η συναναστροφή μαζί του. Κι αν ο παιδεραστής δεν βρίσκεται εκτός σπιτιού αλλά εντός;

Περιστατικά κακοποίησης υπήρχαν πάντα, τώρα τελευταία όμως τα θύματά της μιλάνε ανοιχτά σπάζοντας την αλυσίδα της βίας. Και μάθαμε πόσο δύσκολο ήταν για το θύμα να ανοιχτεί για αυτό που βίωνε, είτε γιατί δεν γινόταν πιστευτό από το οικείο περιβάλλον του, είτε γιατί δεν ήξερε πού να στραφεί, και κυρίως γιατί είχε απειληθεί από τον θύτη για να μην μιλήσει. Δυστυχώς, υπάρχουν θύματα και μικρότερης ηλικίας που βιώνουν το τραύμα χωρίς να μπορούν να το βάλουν σε λέξεις. Κι εκείνα όμως, επικοινωνούν, αρκεί ο γονιός να είναι έτοιμος να ακούσει.

Να ακούσει”. Εκεί βρίσκεται η λέξη-κλειδί. Οι περισσότεροι γονείς σήμερα είναι τόσο πολυάσχολοι, που συνήθως συζητάνε με το παιδί τους ενώ παράλληλα κάνουν και κάτι άλλο. Έτσι οι γονείς μένουν με την εντύπωση ότι είναι κοντά στο παιδί, ενώ η επικοινωνία έχει γίνει με ένα μηχανικό και καθόλου συνειδητό τρόπο. Σίγουρα η καθημερινότητα είναι ήδη αρκετά πιεστική και δεν έχω σκοπό να προσθέσω στις ενοχές που ξέρω ότι νιώθετε, αλλά να επισημάνω ότι η ποιότητα είναι πιο σημαντική από την ποσότητα. Σημασία έχει να είστε απόλυτα παρόντες σε αυτό που λέει το παιδί σας, είτε μέσω της λεκτικής αλλά και της μη λεκτικής επικοινωνίας. Χρειάζεται αυτό που στην ψυχολογία ονομάζεται ενεργητική ακρόαση αλλά και παρατηρικότητα.

Τι μπορούμε να παρατηρήσουμε; Υπάρχουν σημάδια που μαρτυρούν την κακοποίηση και τι κάνει ένας γονιός τότε εκτός απο το να πανικοβληθεί; Υπάρχει κάτι που μπορούμε να κάνουμε προληπτικά για να προστατεύσουμε τα παιδιά;

Ένα μικρό παιδί μπορεί να επικοινωνήσει χωρίς λόγια, μέσω μιας ζωγραφιάς, όπου θα έχει ζωγραφίσει μία φιγούρα μεγαλύτερη από την άλλη (καθώς η κακοποίηση είναι κατάχρηση εξουσίας), όπου πιθανό να υπερισχύει το μαύρο χρώμα αποτυπώνοντας το συναίσθημα. Επίσης, η άρνηση (με ή χωρίς κλάμα) να πάει σε μέρη που σύχναζε πριν όπως σε έναν αθλητικό χώρο ή μία σχολική εκδήλωση, από φόβο ότι θα μείνει μόνο του με τον άνθρωπο που ασέλγησε πάνω του. Το ίδιο ισχύει και όταν αποφεύγει ή φοβάται μη μείνει μόνο με άτομα του συγγενικού ή του ευρύτερου κοινωνικού κύκλου του. Γενικά, οποιαδήποτε αλλαγή στη συνήθη, χαρακτηριστική συμπεριφορά του παιδιού μπορεί να αποτελεί μία ένδειξη ότι υπήρξε/είναι θύμα ενός κακοποιητή, όπως οι ξαφνικές εκρήξεις θυμού ή η απομόνωση. Ίσως έχει εφιάλτες και αρχίσει να βρέχει το κρεβάτι του (νυχτερινή ενούρηση) σε μικρότερη ηλικία αλλά κι ένας έφηβος ίσως στραφεί στο αλκοόλ και σε άλλες ουσίες, ή εμφανίσει διαταραχές στη λήψη τροφής, γνωστές ως διατροφικές διαταραχές.

Κι ενώ όλες οι παραπάνω αλλαγές στη συμπεριφορά θα μπορούσαν να απορρέουν κι από άλλης μορφής κακοποίηση, υπάρχουν κάποια σημάδια που είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τη σεξουαλική βία, όπως τα σωματικά σημάδια (μελανιές, αιμορραγία ή πόνος στα γεννητικά όργανα, σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα). Εκτός από τα ορατά, υπάρχουν και τα αόρατα ψυχολογικά σημάδια που θα είναι και πιο δύσκολο να επουλωθούν, καθώς τα θύματα νιώθουν μία εσωστρέφεια και ενοχή (“εγώ φταίω για αυτό που μου συμβαίνει“). Είμαστε σε εγρήγορση αν παρατηρήσουμε μικρά παιδιά να κρύβουν τις ευαίσθητες περιοχές τους (σαν να προσπαθούν να τις προστατεύσουν). Επίσης, το ξαφνικό ενδιαφέρον για σεξουαλικά ζητήματα, κυρίως για την ερωτική διαδικασία σε μια προσπάθεια να καταλάβουν τι είναι αυτό που τους συμβαίνει. Δυστυχώς το πιο πιθανό είναι να μην απευθύνουν αυτά τα ερωτήματα στους γονείς, κυρίως από ντροπή αλλά μπορεί και από φόβο μη τιμωρηθούν.

Στις περισσότερες περιπτώσεις η σεξουαλική επίθεση σε ένα παιδί δεν ανήκει στη σφαίρα ελέγχου από τους γονείς. Αυτό που περνάει από το χέρι σας, όμως, και είναι θεμελιώδες- το α και το ω για την προστασία του παιδιού- είναι να έχετε οικοδομήσετε τη γονεϊκή σύνδεση με το παιδί σας. Αν μιλάτε με το παιδί τακτικά, αν έχετε ανοικτή επικοινωνία, αμοιβαία εμπιστοσύνη, μειώνεται η πιθανότητα κινδύνου καθώς εκείνο θα νιώσει άνετα να σάς εκμυστηρευτεί μία ύποπτη προσέγγιση. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που ο παιδεραστής παρουσιάζεται ως παιδί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δίνοντας περιθώριο στο γονιό να παρέμβει πριν η σεξουαλική παρενόχληση κλιμακωθεί σε σεξουαλική κακοποίηση. Κι αν έχει συμβεί ήδη η κακοποίηση; Τι μπορεί να κάνει ο γονιός αν εντοπίσει μία ή περισσότερες ενδείξεις; Καλό είναι να απευθυνθείτε σε ειδικό της ψυχικής υγείας, κάποιον ψυχολόγο-ψυχοθεραπευτή. Υπάρχει, επίσης, η δωρεάν τηλεφωνική γραμμή 1107** όπου μπορείτε να στραφείτε ανώνυμα για να ζητήσετε και να λάβετε την πρώτη καθοδήγηση καθώς και την ενδυνάμωση που απαιτεί αυτό το βίωμα.

Επομένως, ο γονιός χρειάζεται εγρήγορση και ποιοτικό χρόνο με το παιδί του για μία ουσιαστική σχέση. Και το παιδί χρειάζεται επιμόρφωση. Ιδανικά τα παιδιά θα μάθαιναν για το σώμα τους και τι σημαίνει συναίνεση στο μάθημα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης, αλλά δεν υπάρχει. Τουλάχιστον υπάρχει το εκπαιδευτικό πρόγραμμα “Ο Κανόνας των Εσωρούχων” ως εργαλείο πρόληψης της σεξουαλικής κακοποίησης. Απευθύνεται σε παιδιά του νηπιαγωγείου αλλά και των πρώτων τάξεων του Δημοτικού (Α’ -Δ’) και τους μαθαίνει ότι κανείς δεν πρέπει να αγγίξει ή να χαϊδέψει το παιδί σε εκείνα τα σημεία του σώματός του τα οποία καλύπτονται από εσώρουχα. Και αντιστοίχως, ούτε τα παιδιά επιτρέπεται να αγγίξουν το σώμα άλλων σε αυτά τα σημεία. Πρόκειται για στοιχειώδη κανόνα αυτοπροστασίας αλλά δεν είναι αυτονόητο ότι τον γνωρίζουν τα παιδιά.

Επιστρέφοντας στο κεντρικό ερώτημα, πώς θα εξασφαλίσει ο γονιός την ασφάλεια του παιδιού του, ήθελα να πω ότι ακόμα κι αν δεν είναι εφικτή η πρόληψη της επίθεσης, είναι εφικτή η πρόληψη του τραύματος. Με το να δημιουργήσουμε ένα ασφαλές περιβάλλον για το παιδί με επικοινωνία, εμπιστοσύνη κι εγρήγορση. Επικοινωνία όπου ακούμε τα παιδιά μας με προσοχή, αμοιβαία εμπιστοσύνη γιατί είμαστε ειλικρινείς και γνήσιοι απέναντί τους και εγρήγορση για να παρατηρήσουμε έγκαιρα τυχόν σημάδια που απαιτούν την παρέμβασή μας. Κι επειδή οι πιο ευάλωτες ηλικίες είναι από 6-12 χρονών, μία ερώτηση που βοηθάει τα τρομοκρατημένα παιδιά να σπάσουν το φράγμα του φόβου και να μιλήσουν είναι “Σου έχει ζητήσει ποτέ κάποιος μεγάλος να κρατήσεις κάποιο μυστικό; Δεν χρειάζεται να μου πεις το μυστικό. ” Αν γνεύσουν καταφατικά, εμείς ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε.

* η χρήση στο αρσενικό γένος είναι επειδή η πλειοψηφία των θυτών είναι άνδρες, αν και υπάρχουν και γυναίκες που έχουν ασελγήσει σε παιδιά.
** Σε αυτή τη γραμμή μπορεί να απευθυνθούν ανήλικοι και ενήλικοι (παιδιά, έφηβοι, γονείς, εκπαιδευτικοί,κ.ά) για να συζητήσουν ανώνυμα αυτό που τους απασχολεί και θα τους δοθούν "πρώτες βοήθειας" ψυχικής υγείας. 


Επιστροφή (ή πρώτη φορά) στα θρανία

Πρακτικές συμβουλές για γονείς

© iStock Photos

Κι εκεί που η καλοκαιρινή καθημερινότητα των παιδιών χαρακτηριζόταν από μπάνιο-παιχνίδι-παγωτό, τώρα που είναι φθινόπωρο θα πρέπει να αντικατασταθεί από σχολείο-μάθημα-διάβασμα. Με μία πρώτη ματιά, δεν φαίνεται ιδιαίτερα ελκυστική η ιδέα να εγκαταλείψουν τις καλοκαιρινές τους συνήθειες και να υιοθετήσουν τις φθινοπωρινές, σωστά; Συμβαίνει και σε εμάς τους ενήλικες, κάθε φορά που τελειώνει η καλοκαιρινή άδεια και πρέπει να γυρίσουμε στη δουλειά, έχουμε ανάμικτα συναισθήματα. Επομένως, πώς θα “πείσουμε” τα παιδιά να επιστρέψουν στη σχολική τους καθημερινότητα εύκολα, χωρίς γκρίνια και φασαρία;

Το να βρίσκονται μέχρι τελευταία στιγμή πριν χτυπήσει το πρώτο κουδούνι στο χωριό με τον παππού και τη γιαγιά φαντάζει ως σωτήρια λύση, αλλά δεν είναι στην πραγματικότητα. Δεν γλιτώνουμε την γκρίνια, απλά μετατίθεται όταν θα είναι νυσταγμένα τις πρώτες ώρες των μαθημάτων και για μέρες. Χρειάζονται χρόνο προσαρμογής και η τελευταία βδομάδα που διανύουμε πριν την έναρξη μπορεί να τα βοηθήσει στην ομαλή προσαρμογή στο σχολικό πρόγραμμα.

Ωράριο ύπνου

Αυτό που αλλάζει δραματικά στη μετάβαση από το καλοκαίρι στο χειμώνα, είναι οι ώρες ύπνου. Κάτι η ζέστη, κάτι οι διακοπές, τα παιδιά το καλοκαίρι μένουν ξύπνια μέχρι αργά, πολύ πιο αργά από ότι συνήθιζαν τον χειμώνα. Καλό θα ήταν μία εβδομάδα πριν την επιστροφή στη σχολική καθημερινότητα και για κάθε βράδυ να μετακινούμε ένα τέταρτο νωρίτερα την ώρα που ξαπλώνουν, προκειμένου να φτάσουμε σταδιακά στην επιθυμητή ώρα ύπνου. Το τέταρτο είναι μία ενδεικτική αναφορά. Αυτό που έχει σημασία είναι η βαθμιαία, και όχι απότομη, αλλαγή των ωρών ύπνου προκειμένου να επανέλθουν στις ώρες της σχολικής καθημερινότητας. Η από κοινού συμφωνία για την ώρα που θα κοιμούνται και την ώρα που θα ξυπνάνε και η τήρησή της με συνέπεια, αφαιρεί λίγο από το στρες της σχολικής ζωής. Ποια άλλη,όμως, καθημερινή συνήθεια χρειάζεται ρύθμιση αυτή την εποχή;

Χρήση οθονών

Συνήθως το καλοκαίρι λόγω έλλειψης σχολικών υποχρεώσεων αυξάνονται οι ώρες που τα παιδιά περνάνε μπροστά από μία οθόνη, είτε είναι κινητό, τάμπλετ, ακόμα και τηλεόραση. Υπάρχει βέβαια κι εκείνη η μερίδα παιδιών που απορροφώνται από τις καλοκαιρινές ενασχολήσεις τους (βουτιές στη θάλασσα, βόλτες στην εξοχή, παιχνίδι στη φύση), αλλά και πάλι η χρήση της τεχνολογίας επιμένει σθεναρά. Τόσο πολύ που κοιμούνται με την τεχνολογία (κινητό, κ.ά) αγκαλιά. Ιδανικά το βράδυ οι συσκευές θα έπρεπε να βρίσκονται εκτός υπνοδωματίου, αλλά αν δεν μπορεί να γίνει, ας περιορίσουμε την έκθεση στο μπλε φως της φωτεινής οθόνης λίγο πριν την χαλάρωση που χρειάζεται ο βραδινός ύπνος.

Εξοικείωση με το χώρο

Η γκρίνια, το κλάμα, η άρνηση να πάνε σχολείο υποδηλώνουν την υποβόσκουσα αγωνία για το άγνωστο (πρωτόγνωρος χώρος ή νέα σχολική χρονιά). Επομένως, αυτό που θα μπορούσε να κατευνάσει την αγωνία θα ήταν η εξοικείωση με το χώρο ή και τους δασκάλους. Θα βοηθούσε μία ή και περισσότερες επισκέψεις στο χώρο όπου θα περνάνε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας τους καθώς και η γνωριμία με τους εκπαιδευτικούς (ειδικά νηπιαγωγούς). Αυτή η συμβουλή, βέβαια, βρίσκει ιδανική εφαρμογή στα παιδιά προσχολικής ηλικίας τα οποία για πρώτη φορά αποχωρίζονται τους γονείς τους αλλά και για όσους αλλάζουν σχολείο.

Προσοχή στις ενδείξεις στρες

Είπαμε ότι η γκρίνια είναι ένας τρόπος να εκδηλώσουν την αγωνία τους, αλλά δεν είναι ο μόνος. Ανάλογα την ηλικία του και την προσωπικότητα του παιδιού, ποικίλλει ο βαθμός αλλά και ο τρόπος έκφρασης. Για παράδειγμα, ένα παιδάκι προσχολικής ηλικίας μπορεί να ζητήσει την πιπίλα του, ένα παιδί σχολικής ηλικίας να…αρχίσει να βρέχει το κρεβάτι του (νυχτερινή ενούρηση) κι ένα εφηβάκι να διαπραγματεύεται συμφωνίες (“θα πάω σχολείο, αν …. πάρεις ή κάνεις [αυτό]“).

Αν και είναι απόλυτα φυσικό να έχουν αγωνία μπροστά στο καινούριο, δεν μπορούμε να κατηγοριοποιούμε όλες τις συμπεριφορές ως “παιδί είναι, θα συνηθίσει.” Αντίθετα, γονείς αλλά και εκπαιδευτικοί οφείλουμε να είμαστε σε εγρήγορση αν παρατηρήσουμε σημάδια στρες (βλ. παρακάτω πίνακα) που επιμένουν περισσότερο από 2-4 εβδομάδες. Σε αυτή την περίπτωση η συνεργασία μεταξύ των δύο επιβάλλεται προκειμένου από κοινού να καταρτίσουμε ένα σχέδιο παρέμβασης που θα βοηθήσει το παιδί να ξεπεράσει τις ανησυχίες του και να έχει απρόσκοπτη συμμετοχή στη σχολική διαδικασία.

Ενδείξεις στρες (ανάλογα με την ηλικία)
Προ-σχολική ηλικίαπιπιλάει το δάχτυλό του (ή ζητάει την πιπίλα), είναι περισσότερο “κρεμασμένο” πάνω μας απ’ότι συνήθως, εμφανίζει διαταραχές στον ύπνο (“βρέχει” το κρεβάτι του ή φοβάται στο σκοτάδι), χάνει την όρεξη για φαγητό.
Σχολική ηλικίαείναι ευερέθιστο, επιθετικό, προφασίζεται δικαιολογίες για να μην πάει σχολείο (ο πόνος στην κοιλιά είναι ο πιο συνηθισμένος), έχει δυσκολία συγκέντρωσης στη μελέτη, εμφανίζει διαταραχές στον ύπνο (π.χ. εφιάλτες).
Εφηβική ηλικίαείναι περισσότερο εριστικό απ’ότι συνήθως (με εμφανή διάθεση σύγκρουσης), “κλείνει” συμφωνίες προκειμένου να πάει σχολείο, εμφανίζει διαταραχές στις συνήθειες ύπνου και διατροφής, δείχνει αδυναμία συγκέντρωσης, πιθανή εμφάνιση παραβατικής συμπεριφοράς.
©tinaswοrlds

Συζήτηση

Άντε και εντοπίσαμε κάποιες εκδηλώσεις στρες. Τι μπορούμε να κάνουμε; Αρχικά, να έχουμε μία συζήτηση με το παιδί. Να το προετοιμάσουμε για το τι θα μείνει ίδιο, τι θα αλλάξει, γενικά τι να περιμένει. Ωστόσο, μεγαλύτερη σημασία έχει να ακούσουμε τι έχει να πει το ίδιο. Ενθαρρύνετε ερωτήσεις και δίνετε ειλικρινείς απαντήσεις. Δεν υπάρχει πρόβλημα, δηλαδή δεν “θα πέσετε στα μάτια του παιδιού” να παραδεχτείτε ότι δεν έχετε όλες τις απαντήσεις τη δεδομένη στιγμή, αλλά έχετε την πεποίθηση ότι ως οικογένεια θα ξεπεράσετε μαζί όποια δυσκολία εμφανιστεί. Βέβαια, αυτό προϋποθέτει ότι τα παιδιά ως μέλη της οικογένειας έχουν διδαχθεί τους τρόπους να βρίσκουν λύσεις στα προβλήματά τους και να ξεπερνούν τυχόν εμπόδια. Εκτός από την εμπιστοσύνη στον τρόπο διαπαιδαγώγησης, εκφράστε και την εμπιστοσύνη στις δεξιότητες του ίδιου του παιδιού, όπως για παράδειγμα, ευρηματικότητα, ευελιξία αλλά και αποφασιστικότητα ώστε να είναι σε θέση να διαχειρίζεται το άγχος του και όποιο άλλο θέμα προκύψει.

Συμμετοχή στη σχολική ζωή του παιδιού

Από πλευράς σας, εκφράστε τον αυθεντικό ενθουσιασμό σας να είστε συμμέτοχος/-η στη σχολική ζωή του παιδιού σας. Αυτό μπορεί να είναι μία συγκεκριμένη στιγμή στην ημέρα (καθορισμένης διάρκειας) που θα ακούσετε τα νέα της ημέρας ή να μελετάτε μαζί ή να δίνετε το παρόν στις σχολικές εκδηλώσεις. Αυτόματα, ειδικά το παιδί της (προ)σχολικής ηλικίας, νιώθει μεγαλύτερη ενθάρρυνση στο να αντιμετωπίσει το καινούριο. Με αυτό τον τρόπο μαθαίνει πως δεν είναι μόνο, πως η αγωνία μπορεί να συνυπάρχει ταυτόχρονα με το κουράγιο κι ότι χρειάζεται χρόνος να προσαρμοστεί σε μία καινούρια κατάσταση.

Be the change you want to see” (Γίνε η αλλαγή που θέλεις να δεις)

Στην αρχή έκανα τον παραλληλισμό ανάμεσα στα παιδιά και στους ενήλικες για να διατυπώσω την -ίσως- πιο σημαντική συμβουλή στο μεγάλωμα των παιδιών, όχι μόνο στην ομαλή προσαρμογή στη σχολική ζωή. Γίνετε το μοντέλο συμπεριφοράς που θέλετε να δείτε στα παιδιά σας. Τα παιδιά, ως γνωστό, παρατηρούν συνεχώς τους γονείς τους για να μάθουν πώς να σκέφτονται, να εκφράζονται, να συμπεριφέρονται. Επομένως, δείξτε στα παιδιά σας αυτό που περιμένετε να δείτε από εκείνα. Είναι άλλο να τους ζητάτε να είναι ήρεμα την ίδια ώρα που οι ίδιοι είστε μες στα νεύρα. Αν εσείς είστε ήρεμοι, σίγουροι και αισιόδοξοι, τότε θα είναι κι αυτά ή έστω θα μάθουν το πώς να διαχειρίζονται την αγωνία τους. Αν εσείς είστε ανήσυχοι, αγχωμένοι κι απαισιόδοξοι, τι παράδειγμα θα τους δώσετε; Από πού θα αντλήσουν δύναμη για να ανταπεξέλθουν στις προκλήσεις της δικής τους καθημερινότητας;

Καλή σχολική χρονιά σε μικρούς και μεγάλους!

Ask Tina: My child is shy. What can I do?

© Antonius Ferret, Pexels

Actually, there is no need to do anything unless being shy gets in the way of the child’s daily life or if they ask you. Besides, ordinary shyness is only a stage of the psychosocial development theory by Erik Erikson. But let’s take first things first.

What does it mean shy child? When should the parents be worried? And why is it even bad for someone to be shy? Are there any cases that require professional help?

How does shyness manifest? Does your child play on its own while in a place where other children also play? Do they sit silently in a corner or hide away? Do they avoid eye contact even if they are addressed to? Those kind of behaviors are indicative of the ordinary shyness, which they usually overcome as they grow older or if it stays, it’s a personality trait. However, there is an exception that needs therapy, but we will discuss it later.

When the child interacts with other children of the same age on a regular basis, like it does when they go to daycare/ kindergarten/ elementary school, there are many opportunities for them to “sharpen” their social skills. The child becomes more sociable in comparison to before, when their family was all the people they knew. They are already familiar with the family members with whom they feel safe and there is no need to apply any social skills. The effects of a narrow social circle have started to show in children who were ready to start their school life but it was disrupted due to the pandemic lockdowns.

But what happens when even school life does not help in overcoming shyness? What if the child sits in a corner, withdrawn, with no friends? Or if they never raise their hand in class? That probably means that shyness is an integral part of who they are. When parents realize this, they should deal it with understanding and acceptance rather than shame or anger.

I understand that in a world where being an extrovert is celebrated, parents don’t want their child to be an introvert. But, have you wondered what the world would look like in the absence of introverts? For sure, there would be no listeners and our world would be homogeneous and thus boring. Have you also wondered if you yourselves are timid? In a session with a mother, who was irritated, she told me “when in line for the slide, I see her offering her turn to another kid, why does she do that?“. To her surprise, she later realized that her daughter had watched her do the very same thing while in the queue for the supermarket checkout. Whether inherited or taught through observation, shyness is not a disease that needs cure or a negative personality trait.

However, there is the need for parents’ help and even seek out professional help when shyness causes them a lot of anxiety (extreme shyness) and they are not functioning in their daily lives (i.e. avoiding school, not having friends). Does the child cry and clings on to mom and/ dad when other children reach out to play? Does it avoid school or a kid’s birthday party by claiming they’re sick (“my tummy hurts“)? Is the child in a lot of distress (fidgeting, nausea, extreme perspiration), before, during, and after a social engagement? If yes, there is no doubt that the child suffers and parents should help. Besides, these could be the first signs of social anxiety disorder and that’s why I mentioned professional help earlier.

Therefore, whether the child itself turns to us for help “I want to play with this kiddie, but I don’t know how to ask,” or the parents notice that the child is anxious during social interactions, it is our duty to help them. How can we help a child overcome shyness? Definitely not by saying every chance we get “my child is shy.” Remember that we talk about preschoolers and children of school age, who have no idea of who they are yet and turn to their parents to find out that they are “shy”. Although they do not really comprehend what this means, they take it for granted since it is mom and/ dad who said it and “they know me well, so it must be true!”

Furthermore in our efforts to help the child overcome shyness, not only we avoid labeling the child, we show understanding and acceptance and we stand by their side in every social situation. We prepare our child before visiting new places or meeting strangers. Ideally, it would be better if the child is gradually exposed to meeting people for the first time, that is to meet them one-by-one instead of all together. A crowd of complete strangers is much more “threatening” than a couple of strangers among familiar faces. Needless to say, the idea of enrolling the child in a sports team in order to “get it [the shyness] over with” does not work.

Another thing we could do is to be present and listen to the child with an open mind, with empathy, and try to refrain from remarks like the following “you are all grown up now, why are you still ashamed?” It is important for the child to know there is a grown up to lean on and talk freely about their emotions, thoughts and fears. No matter how childish or unreal the fear might seem to us, it is very real to them and as such we should treat it. Usually they are afraid of being ridiculed.

Because shyness usually stems from a low self-esteem, it would help if the child received praise for every achievement in their (social) lives. Undertaking tasks and becoming responsible boosts their confidence while it is diminished if we do for them things they can do on their own, like ordering in a restaurant. As we said, they are going through the autonomy vs. shame stage. However, if there is a need to scold them, you should do it in private and not in front of other people. You wouldn’t want to add to their anxiety when they already think their social behavior is observed through a magnifying glass.

On the contrary, you should start teaching and practicing social scripts early on, without too much pressure. A classic example would be to teach them to say “thank you” when they get a present. This way the social anxiety is reduced as they know what is expected of them in any given social circumstances. Besides, much of our social interactions are like roles in well rehearsed choreographies.

To sum up, shyness is a natural stage of the psychosocial development of a child who might grow out of or it could be part of their personality. There is not more we can do than being present in their lives and intervene in cases of a social phobia and not just because an extrovert is more popular than an introvert.

© 2022 Tina Michalitsis

Το παιδί μου είναι ντροπαλό. Τι να κάνω;

© iStock photo

Χρειάζεται να κάνεις κάτι μόνο αν η ντροπαλότητα προκαλεί προβλήματα στην καθημερινότητά του ή το ζητήσει το ίδιο. Κατά τ’άλλα, το αίσθημα της ντροπής είναι μία συνηθισμένη και φυσιολογική κατάσταση καθώς εμφανίζεται στα 1,5-3 έτη όταν το παιδί προσπαθεί να αυτονομηθεί, σύμφωνα με τη θεωρία της ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης του Erik Erikson. Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Τι σημαίνει ντροπαλό παιδί; Ποιες είναι εκείνες οι συμπεριφορές που ανησυχούν τους γονείς; Και γιατί είναι κακό να είναι κάποιος ντροπαλός; Υπάρχουν περιπτώσεις που χρειάζονται παρέμβαση;

Πώς εκδηλώνεται αυτή η ντροπαλοσύνη; Παίζει μόνο του το παιδί ενώ βρίσκεται σε ένα χώρο με άλλα παιδάκια; Κάθεται ήσυχο σε μια γωνιά; Αποφεύγει την οπτική επαφή ακόμα κι όταν του απευθύνουν τον λόγο; Αυτές οι συμπεριφορές είναι ενδεικτικές της φυσικής συστολής, που είτε ξεπερνιέται καθώς μεγαλώνει το παιδί είτε αποτελεί δομικό στοιχείο της προσωπικότητάς του. Ωστόσο, υπάρχει και μία εξαίρεση που απαιτεί ψυχοθεραπεία, για την οποία θα μιλήσουμε αργότερα.

Όταν το παιδί συναναστρέφεται συνομήλικα παιδάκια σε συστηματική βάση όπως γίνεται όταν πηγαίνει στον σταθμό/ νηπιαγωγείο/ σχολείο, υπάρχει η κοινωνική τριβή και έτσι “ακονίζει” τις κοινωνικές του δεξιότητες. Γίνεται περισσότερο κοινωνικό σε σχέση με πριν, όταν οι μόνες κοινωνικές επαφές ήταν με τα μέλη της άμεσης οικογένειας που τα γνώριζε ήδη, άρα δεν χρειαζόταν να εξασκήσει κάποια κοινωνική δεξιότητα. Κάτι που έχει αρχίσει να φαίνεται στα παιδιά των οποίων η κοινωνικοποίηση διακόπηκε απότομα καθώς η έναρξη της σχολικής ζωής τους συνέπεσε με τα λοκντάουν που επέβαλλε η πανδημία.

Τι γίνεται, όμως, όταν ούτε η σχολική ζωή βοηθάει στο να ξεπεράσει το παιδί την ντροπαλότητα; Αν και στο σχολείο κάθεται σε μία άκρη στο προαύλιο και δεν έχει φίλους; Ή δεν σηκώνει ποτέ το χέρι του στην τάξη; Αυτό σημαίνει ότι η συστολή είναι δομικό στοιχείο της προσωπικότητάς του. Κι αυτή η διαπίστωση χρειάζεται αποδοχή και κατανόηση αντί για ντροπή ή εκνευρισμό από μέρους των γονιών.

Καταλαβαίνω πως σε έναν κόσμο που επιβραβεύει την εξωστρέφεια οι γονείς επιθυμούν το παιδί τους να είναι εξωστρεφές. Όμως, έχετε αναρωτηθεί πώς θα ήταν ο κόσμος μας χωρίς εσωστρεφείς προσωπικότητες; Σίγουρα δεν θα υπήρχαν ακροατές και ο κόσμος μας θα ήταν ομοιογενής και βαρετός. Έχετε, επίσης, αναρωτηθεί μήπως εσείς οι ίδιοι είστε συνεσταλμένοι; Σε μία συνεδρία μία μητέρα, φανερά εκνευρισμένη, μού είπε “Την βλέπω να δίνει τη σειρά της στην τσουλήθρα και τσαντίζομαι, γιατί το κάνει αυτό;” Προς μεγάλη της έκπληξη συνειδητοποίησε ότι η κόρη της την είχε ήδη παρατηρήσει να κάνει ακριβώς το ίδιο σε κάποιον που επιχείρησε να την παρακάμψει στην ουρά του ταμείου στο σούπερ μάρκετ. Είτε κληρονομείται είτε διδάσκεται μέσω της γονεϊκής συμπεριφοράς, η συστολή δεν είναι ασθένεια που χρειάζεται θεραπεία ή αρνητικό χαρακτηριστικό που απαιτεί “φτιάξιμο”.

Ωστόσο, χρειάζεται βοήθεια από τους γονείς κι ίσως από παιδοψυχολόγο όταν το παιδί υποφέρει από τη ντροπαλότητά του και δεν είναι λειτουργικό στην καθημερινότητά του. Πότε συμβαίνει αυτό; Παρατηρώντας το παιδί θα ξέρουμε. Κλαίει και κρύβεται πίσω από τη μαμά ή/και τον μπαμπά όταν το πλησιάζουν άλλα παιδάκια να παίξουν; Προφασίζεται ότι πονάει (π.χ. στην κοιλιά) για να αποφύγει το σχολείο ή ένα παιδικό πάρτι; Αγωνιά και εκδηλώνει σωματικά συμπτώματα (σφίγγει τα δόντια,εμφανίζει εφίδρωση, ναυτία, κτλ.) πριν, κατά τη διάρκεια, και μετά από μία κοινωνική συναναστροφή; Τότε δεν χωράει αμφιβολία ότι η καθημερινότητά του είναι βασανιστική και πως το παιδί πρέπει να βοηθηθεί. Εξάλλου μπορεί και να ελλοχεύει η αγχώδης κοινωνική διαταραχή (social anxiety disorder), γι’αυτό και αναφέρθηκα σε παιδοψυχολόγο.

Επομένως, είτε το ίδιο το παιδί στραφεί σε εμάς για βοήθεια “θέλω να παίξω με αυτό το παιδάκι, αλλά πώς να του το πω;” είτε οι γονείς παρατηρήσουν ότι το παιδί δυσκολεύεται ιδιαίτερα στις κοινωνικές του επαφές, είναι καθήκον μας να το βοηθήσουμε. Πώς βοηθάμε το παιδί να κοινωνικοποιηθεί; Σίγουρα όχι με το να λέμε δεξιά και αριστερά “το παιδί μου είναι ντροπαλό“. Μην ξεχνάτε ότι μιλάμε για παιδιά προσχολικής και σχολικής ηλικίας, τα οποία δεν έχουν ιδέα ποια είναι και στρέφονται στους γονείς του για να μάθουν και το πρώτο που ακούνε είναι “ντροπαλός,-ή,-ό“. Το παιδί χωρίς να ξέρει καλά-καλά τι σημαίνει αυτό, το ενστερνίζεται καθώς το είπε η μαμά/ο μπαμπάς, αφού σκέφτεται “εκείνοι με ξέρουν καλά, άρα έτσι θα είμαι!”

Άρα στην προσπάθειά μας να ξεπεράσει την φυσική συστολή το παιδί, εκτός του ότι αποφεύγουμε να βάζουμε ταμπέλες, δείχνουμε κατανόηση και αποδοχή και είμαστε δίπλα του σε κάθε κοινωνική περίσταση που το αγχώνει. Προετοιμάζουμε το παιδί μας προτού επισκεφτεί πρωτόγνωρα μέρη ή συναντήσει άγνωστους ανθρώπους. Ιδανικά, καλό θα ήταν το παιδί να εκτίθεται σταδιακά στα καινούρια άτομα που γνωρίζει, έναν-έναν δηλαδή και όχι όλους μαζί. Ένα πλήθος αγνώστων είναι περισσότερο “απειλητικό” από έναν ή δύο αγνώστους σε ένα πλήθος γνωστών. Εννοείται πως δεν γράφουμε το παιδί σε ομαδικό σπορ όταν ακόμα δεν έχει εξοικειωθεί με ένα-δυο φίλους. Η λογική του “πέσε στα βαθιά και κολύμπα” δεν λειτουργεί με την ντροπαλότητα.

Κάτι άλλο που μπορούμε να κάνουμε είναι να είμαστε παρόντες και να ακούσουμε το παιδί με διάθεση να καταλάβουμε, να μπούμε στη θέση του, να δείξουμε ενσυναίσθηση δηλαδή, και όχι να υποδείξουμε “είσαι μεγάλο παιδί, τι ντρέπεσαι!”. Είναι σημαντικό να ξέρει το παιδί ότι υπάρχει κάποιος που μπορεί να ανοιχτεί για τα συναισθήματα, τις σκέψεις, τους φόβους του. Ανεξάρτητα από το πόσο παιδιάστικος ή αβάσιμος μπορεί να μάς φανεί ο φόβος τους, να θυμάστε ότι εκείνο τον βιώνει ως αληθινό κι έτσι πρέπει να τον αντιμετωπίζουμε κι εμείς. Συνήθως φοβούνται μη γελοιοποιηθούν.

Επειδή στη βάση της συστολής βρίσκεται η μειωμένη αυτοπεποίθηση του παιδιού, θα βοηθούσε το παιδί ο έπαινος για κάθε κατόρθωμα στην (κοινωνική) ζωή του. Η ανάθεση ευθυνών τονώνει την αυτοπεποίθησή του ενώ αντίθετα μειώνεται όταν κάνουμε πράγματα που μπορεί να κάνει μόνο του, όπως, για παράδειγμα, να παραγγείλει στο εστιατόριο. Είπαμε, βρίσκεται στην εποχή της αυτονομίας. Προσοχή, όμως, αν προκύψει λόγος για επίπληξη να μην είναι μπροστά σε άλλους, αλλά όταν είμαστε μόνοι με το παιδί. Δεν υπάρχει λόγος να προσθέστε στο άγχος που ήδη νιώθει το παιδί ότι η συμπεριφορά του είναι κάτω από μεγεθυντικό φακό.

Αντίθετα, αρχίστε από νωρίς να εμπλουτίζετε τις κοινωνικές δεξιότητές του, χωρίς όμως πίεση. Ένα κλασικό παράδειγμα, ρωτήστε “Τι λέμε όταν παίρνουμε δώρο;” κι έτσι μαθαίνοντας το παιδί ότι λέει “ευχαριστώ“, μετριάζεται το κοινωνικό άγχος γιατί μαθαίνει τις κοινωνικές νόρμες. Εξάλλου πολλές από τις κοινωνικές μας συναναστροφές είναι σαν προβαρισμένες χορογραφίες.

Συνοψίζοντας, η ντροπαλότητα είναι ένα φυσικό στάδιο της ψυχοσυναισθηματικής ανάπτυξης του παιδιού που μπορεί να ξεπεραστεί μεγαλώνοντας αλλά μπορεί να είναι και ιδιοσυγκρασιακό στοιχείο του χαρακτήρα του. Δεν χρειάζεται να κάνουμε κάτι παρά να είμαστε παρόντες στη ζωή του παιδιού και να παρέμβουμε μόνο αν επιβάλλεται και όχι επειδή ένας εξωστρεφής άνθρωπος είναι περισσότερο δημοφιλής από έναν εσωστρεφή.

© 2022 Τίνα Μιχαλίτση

Σε ποια ηλικία να επιτρέψω στο παιδί μου να έχει λογαριασμό στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης;

Photo by Pixabay on Pexels.com

Εξαρτάται από το παιδί και το πόσο ώριμο είναι. Επειδή κάθε παιδί είναι διαφορετικό, είναι δύσκολο να ορίσεις μία συγκεκριμένη ηλικία και να πεις από τώρα μπορεί να αρχίσει η παρουσία του στα κοινωνικά δίκτυα (social media). Όμως, υπάρχει μία γενική συναίνεση πως καλό είναι το παιδί να μην είναι μικρότερο από 13 ετών.

Εξαρτάται και από τους γονείς να εκτιμήσουν την ωριμότητα του παιδιού τους προκειμένου να του επιτρέψουν να ξεκινήσει τη διαδικτυακή κοινωνική ζωή του. Δεν υπάρχει μία σωστή ηλικία για όλα τα παιδιά και είναι σε άμεση συνάρτηση με τον βαθμό ωριμότητας του κάθε παιδιού. Εντάξει, ωριμότητα και παιδική ηλικία μπορεί να ακούγονται αντιφατικές έννοιες, αλλά αν το παιδί μπορεί να διακρίνει την αληθινή από την εικονική πραγματικότητα, αυτό είναι ένα δείγμα ότι έχει αναπτύξει κριτική σκέψη και φυσικά ωριμότητα.

Η ικανότητα να ξεχωρίσει τι είναι αληθινό και τι φαίνεται αληθινό είναι σημαντική για διάφορους λόγους. Για την ασφάλειά του, πρωταρχικά. Άλλο το να βλέπει μία χοντροκομμένη, αστεία φάρσα σε ένα βίντεο, κι άλλο το να την μιμηθεί στη ζωή του. Εξάλλου δεν ειδοποιούν πλέον όλα τα βίντεο “μην το προσπαθήσεις στο σπίτι“. Επίσης, οι μικρότερες ηλικίες δεν σκέφτονται τις επιπτώσεις των όσων δημοσιοποιούν όταν ανεβάζουν κάτι στο διαδίκτυο, που μπορεί να περιέχει ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα. Γι’αυτό η χρήση των κοινωνικών δικτύων θα πρέπει να γίνεται με επίβλεψη από τους γονείς, ειδικά στην αρχή. Κάπως όπως με τις βοηθητικές ρόδες!

Ένας ακόμα λόγος, και ίσως πιο σημαντικός, γιατί μπορεί να είναι επιζήμια η πρώιμη δημιουργία προφίλ στα διάφορα κοινωνικά δίκτυα, είναι ότι ένα παιδί πριν την ηλικία των δεκατριών δεν έχει ακόμα προλάβει να αναπτύξει ισχυρή εικόνα για τις δυνατότητές του και επομένως αυτοπεποίθηση. Η έκθεσή του σε άψογες, υπερβολικά ρετουσαρισμένες εικόνες που απεικονίζουν το “τέλειο” δέρμα/ μαλλί/ δωμάτιο/ ρούχο και άρα την “τέλεια” ζωή, προκαλεί άγχος το παιδί στο κατώφλι της εφηβείας γιατί συγκρίνεται με μη ρεαλιστικά πρότυπα. Στην καλύτερη περίπτωση νιώθει ματαίωση όταν επιδιώκει να αποκτήσει αυτά που βλέπει και στη χειρότερη κατάθλιψη.

Αν, ωστόσο, το παιδί έχει αναπτύξει μία υγιή αυτοπεποίθηση, είναι λιγότερο πιθανό να επηρεαστεί από τους νέους, εικονικούς φίλους του. Σίγουρα κάποιοι από τους φίλους/ ακολούθους / συνδρομητές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θα προέρχονται από τους φίλους που έχει στην αναλογική ζωή, αλλά κάποιοι άλλοι θα είναι εκτός του κύκλου των γνωριμιών του και πολύ πιθανό και μεγαλύτεροι σε ηλικία. Όταν τα εφηβάκια εκτίθενται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι πιθανό να έρθουν αντιμέτωπα με συμπεριφορές όπως η επίκριση, ο αρνητισμός, η χειραγώγηση και διαφόρων ειδών πιθανές παρεξηγήσεις, χωρίς όμως την αντίστοιχη ψυχοκοινωνική ανάπτυξη για να ξέρουν πώς να διαχειριστούν αντίστοιχες συνθήκες. Απλά να αναφέρω τις διάφορες περιπτώσεις διαδικτυακού εκφοβισμού (bullying) και άλλων κυβερνοεπιθέσεων.

Παρόλα αυτά, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης βρίσκονται παντού γύρω μας και είναι αναπόφευκτο το παιδί να δημιουργήσει λογαριασμούς σε κάποια από αυτά. Αλλά δεν είναι τα κοινωνικά μέσα το απόλυτο κακό. Είναι το τι είδους χρήση κάνουμε σε αυτά. Είναι σαν το κλασικό παράδειγμα με το μαχαίρι (χρησιμοποιείται και για να αλείψει βούτυρο αλλά και για να σκοτώσει!). Τα κοινωνικά μέσα μπορούν εν δυνάμει να είναι και ωφέλιμα. Θα μπορούσαν να χρησιμοποιούνται για εκπαιδευτικό σκοπό. Βέβαια, το να ακολουθεί κάποιος τη σελίδα ή το κανάλι ενός εκπαιδευτικού φορέα δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη γνώση που αποκτιέται από τη μελέτη των βιβλίων, αλλά μπορεί να ενισχύσει την παιδαγωγική εμπειρία. Για παράδειγμα, μία ανάρτηση που δίνει τροφή για σκέψη και πυροδοτεί μία ενδιαφέρουσα συζήτηση ή μία αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο από ανθρώπους που έχουν ζήσει αυτά για τα οποία διαβάζει στα βιβλία. Επίσης, οι έφηβοι αρκετές φορές νιώθουν μοναχικότητα που μπορεί να αμβλυνθεί καθώς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι πιθανό να “συναντήσουν” ανθρώπους με παρόμοια κοσμοθεωρία με τη δική τους, αυξάνοντας την αίσθηση ότι ανήκουν κάπου, σε μια ομάδα.

Αν στην ερώτηση του γονιού “γιατί θέλεις, παιδί μου, να φτιάξεις λογαριασμό στα κοινωνικά μέσα;” εκείνο απαντήσει “μα όλοι έχουν!” τότε σίγουρα δεν είναι ακόμα έτοιμο για αυτό το βήμα. Αν όμως το παιδί είναι ώριμο και έχει κριτική σκέψη, τότε μπορείτε να το εμπιστευθείτε να ξεκινήσει το ταξίδι του στον εικονικό κόσμο. Θυμηθείτε ότι πρέπει να έχετε συζητήσει και συμφωνήσει από πριν στους κανόνες για το τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται να αναρτήσει, καθώς και τον τρόπο που θα επιβλέπετε τη δραστηριότητά του. Δεν θα το παρακολουθείτε στα κρυφά, αλλά ανοιχτά. Το παιδί χρειάζεται έναν οδηγό και όχι έναν κατάσκοπο. Τέλος, να του εξηγήσετε με σαφήνεια ότι το προνόμιο να έχει προφίλ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να αρθεί αν ανεβάσει κάτι που είναι ακατάλληλο. Όλα αυτά βέβαια προϋποθέτουν την διαρκή και καλή επικοινωνία ανάμεσα σε παιδιά και γονείς. Αν είστε ειλικρινείς, ανοιχτοί στο να τα ακούσετε, και παρόντες (και όχι online) στη συζήτηση, θα έχετε έναν παραγωγικό διάλογο με το παιδί σας.

Κατά τη γνώμη μου, η απάντηση δεν μπορεί να είναι απλά ένας αριθμός. Το θέμα είναι πολύπλευρο και άρα είναι πολλοί οι παράγοντες που επηρεάζουν την τελική απόφαση. Σίγουρα ένας καθοριστικός παράγοντας είναι το πόσο εμπιστεύεστε τον τρόπο που έχετε αναθρέψει το παιδί σας και αν του έχετε καλλιεργήσει μιντιακό γραμματισμό (media literacy), δηλαδή τον τρόπο χρήσης των Μέσων.

Ask Tina: When is it okay to allow my kid to have social media accounts?

Photo by Andrea Piacquadio on Pexels.com

Actually, it depends on the child. It is hard to pinpoint a certain age on when it is acceptable for a child to have a social media presence. However, there is a consensus about when it is not acceptable for a child to be on social media; children under 13.

Parents should be extremely cautious because the right age for a child to be online depends on their level of maturity. I know, maturity and childhood can seem as contradictory concepts, but if the child can understand the difference between the real and virtual life, this is a tell-tale sign of critical thinking.

The ability to distinguish between what is real and what looks real is important for a couple of reasons. Safety, to begin with. Enjoying a funny prank is one thing, but imitating it is another and not all videos come with a disclaimer “don’t try this at home.” Furthermore, younger teens may not understand the ramifications of what they put out there. That is why the use of social media should be under supervision, especially at first. Think of training wheels.

Another even more important reason why having social media profiles early on can potentially be harmful is that young children still have not developed a strong self-esteem and confidence. Exposure to excellent, heavily retouched images of the “perfectface/ hair/ clothes/ life can give them the impression that they will not be able to get the same things – basically, think they will never be able to catch up. Such thinking causes a spike in their anxiety levels and some even develop depression.

If, on the other hand, your child has built a healthy confidence they are less likely to be influenced by their new, virtual friends. Of course, some of the new friends/ followers/ subscribers would be of their already existing friends, but some others will be out of their circle of friends and much older than their age. Younger teens typically do not have the social cognitive development to cope with the powerful social interaction on social media such as criticism, negativism, manipulation and enmeshment. Needless to mention the numerous cases of online bullying and other cyber attacks.

However, social media is everywhere around us and for a child to sign into these sites is inevitable. But social media is not the enemy here. It is exactly like in the case of the knife (remember! it is used to spread butter but also to kill) and it all comes down to what kind of use we are making of the social media. Such sites can potentially be beneficial. Social media can be used for educational purposes. Obviously, following educational channels or accounts cannot replace the knowledge acquired by books, but it can add value to their learning experience through a thought-provoking post or a first person account of a social issue. Also, teens tend to feel lonely and social media platforms can provide a sense of belonging if you reach out to other like-minded people.

You can always ask your kid “why do you want to create a social account?” and if the answer is “everyone is online!” this is a hint that they are not ready as this is not a mature answer. In contrast, if your child is wise beyond their years and has developed a critical way of thinking, you should trust them to complete their social media profiles. Remember to set expectations and limits before they are allowed on social media, along with what monitoring would look like. They need a guide and not someone to spy on them. Finally, let them know that privileges can be removed if a post is deemed inappropriate. All these require good and continuous communication with your child. Be open, be present (and not online) in those talks.

In my opinion, the answer to the question cannot just be a number. The issue is far more complex and there are a lot of aspects that contribute to the final decision. A significant factor is if you trust your parenting skills and how much you have taught them regarding media literacy.

6 Χαρακτηριστικά του Συναισθηματικά Δυνατού Ανθρώπου

strong butterfly«Κουράγιο. Καλή δύναμη,» άκουγα συνέχεια όσο ο πατέρας μου έδινε μάχη για να κρατηθεί στη ζωή αλλά και μετά στην κηδεία του. Τι σημαίνει όμως πρακτικά αυτό; Πώς συμπεριφέρεται ένας δυνατός άνθρωπος;

Ακόμα κι αν δεν είμαστε σίγουροι για το πώς τα καταφέρνει να είναι κάποιος δυνατός άνθρωπος, σίγουρα έχουμε μία εικόνα για το πώς μοιάζει. Είναι όμως η σωστή; Όλοι έχουμε συναντήσει στην καθημερινότητά μας ανθρώπους που το ‘παίζουν’ σκληροί. Είναι εκείνοι που δεν εκδηλώνουν τα συναισθήματά τους, θέλουν να ελέγχουν ανθρώπους και καταστάσεις καταλήγοντας να έχουν παράλογες απαιτήσεις από τους ανθρώπους γύρω τους.  Κι όμως, αυτή η συμπεριφορά, που φυσικά τούς κάνει ανεπιθύμητους, δεν είναι ένδειξη ενός πραγματικά δυνατού ανθρώπου.

Επομένως υπάρχει διαφορά μεταξύ του να δείχνεις και να είσαι πραγματικά δυνατός χαρακτήρας.  Στην πρώτη περίπτωση φαίνεσαι δυνατός στους άλλους, ενώ στη δεύτερη περίπτωση είσαι πράγματι δυνατός. Δυνατός για σένα. Γιατί το απαιτούν οι περιστάσεις της ζωής. Να σταθείς στα πόδια σου, να βιώσεις μέχρι το μεδούλι αυτό που σε κάνει να νιώθεις τόσο αδύναμος και στο τέλος της οδυνηρής εμπειρίας να βγεις πιο δυναμωμένος. Και μόνο τότε θα έχεις την ευκαιρία να διεκδικήσεις και την ευτυχία.

Για να δούμε όμως ποια είναι τα χαρακτηριστικά ενός συναισθηματικά δυνατού ανθρώπου:

  1. Πιστεύει πως η αποτυχία δεν είναι το ‘τέλος του κόσμου’, αλλά μία στάση στην πορεία προς την επιτυχία.

Ο πραγματικά δυνατός άνθρωπος αντιλαμβάνεται την αποτυχία ως αναπόφευκτο μέρος της μακράς διαδρομής προς την επίτευξη του στόχου. Με το να αντιμετωπίζει την αποτυχία ως ένα προσωρινό εμπόδιο και κυρίως ως ευκαιρία για μάθηση, καταφέρνει να επανέλθει γρήγορα και να προχωρήσει μπροστά με ευκολία.

Αντίθετα, ο φαινομενικά δυνατός διαλαλεί σε κάθε τόνο πως η λέξη «αποτυχία» δεν είναι μέρος του λεξιλογίου του.  Με αποτέλεσμα όταν τελικά την βιώσει να καταρρακώνεται το ηθικό του, καθώς η αποτυχία καταφέρει πλήγμα στον ήδη εύθραυστο ψυχισμό του.

  1. Έχει επίγνωση των αδυναμιών του και προσπαθεί να τις βελτιώσει.

Αρχικά εντοπίζει και αναγνωρίζει τις ελλείψεις του. Αφού αποδεχτεί τις ατέλειές  του, επιλέγει να επενδύσει χρόνο και ενέργεια στο να τις δουλέψει  με σκοπό  την ψυχική ενδυνάμωσή του.  Οι  αδυναμίες  δεν αντιμετωπίζονται ως μειονεκτήματα αλλά ως εν δυνάμει πλεονεκτήματα. Αν για παράδειγμα είμαι αναβλητική, μπορώ με πολλή προσπάθεια να γίνω οργανωτική.

Επομένως, η πραγματική δύναμη έγκειται στο να αναγνωρίζεις τις ελλείψεις σου αλλά κυρίως να έχεις επίγνωση της σκληρής δουλειάς που χρειάζεται για να τις ξεπεράσεις.  Και όχι στο κατά πόσο αποτελεσματικά τις κουκουλώνεις για να μην γίνονται αντιληπτές από τους άλλους.

3.  Γνωρίζει ότι η δύναμη δεν είναι συνώνυμη της εξουσίας.

Ο φαινομενικά δυνατός άνθρωπος πιστεύει ότι η δύναμή του πηγάζει από την εξουσία που ασκεί στους γύρω του και για αυτό μοιράζει εντολές δεξιά-αριστερά και προσπαθεί να ελέγξει καταστάσεις έξω από αυτόν.

Όμως, η δύναμη βρίσκεται μέσα σου όταν καταφέρνεις να διατηρείς την αισιοδοξία ότι όλα θα πάνε καλά, όταν δηλαδή επιβάλλεσαι στον φοβισμένο εαυτό σου να δει το «ποτήρι μισογεμάτο».

  1. Έχει οξεία αντίληψη των συναισθημάτων του.

Καταλαβαίνει πώς τα συναισθήματα επηρεάζουν τις σκέψεις και την συμπεριφορά του. Έχει δηλαδή αναπτυγμένη συναισθηματική νοημοσύνη καθώς παρατηρεί διαρκώς τον εαυτό του κι έτσι είναι σε θέση να ελέγχει τα συναισθήματά του αντί να τον ελέγχουν εκείνα.

Κι ενώ ένας πραγματικά δυνατός ελέγχει τα συναισθήματά του, ο φαινομενικά δυνατός τα καταπιέζει. Ως έλεγχο αντιλαμβάνεται όχι την παρατήρηση, κατανόηση και έκφραση των συναισθημάτων αλλά την πλήρη αποφυγή τους. Εξάλλου όλοι έχουμε ακούσει  πως «οι δυνατοί δεν κλαίνε» εμποδίζοντας στην λύπη να εκδηλωθεί.

Επειδή όμως τα συναισθήματα έχουν την δική τους υπόσταση και το να μην τα βλέπεις δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν, θα βρουν έναν τρόπο να βγουν στην επιφάνεια κάνοντας την καθημερινότητά σου πιο δύσκολη. Συνήθως εμφανίζονται με το ανεπιθύμητο πρόσωπο του θυμού.

  1. Αντιλαμβάνεται πως το «είμαι δυνατός» δεν είναι το ίδιο με το «αντέχω στον πόνο».

Ο φαινομενικά δυνατός συνήθως περηφανεύεται για την ανθεκτικότητά του στον ψυχικό πόνο. «Έχω περάσει τόσα κι ακόμα στέκομαι», μπορεί να έχεις ακούσει να λένε. Κι όμως, η πραγματική  δύναμη δεν έγκειται στο να υπομένεις στωικά τον πόνο, αλλά στο να γνωρίζεις τα όριά σου στον πόνο. Όπως όταν γυμνάζεις το σώμα σου και ένας έντονος μυϊκός πόνος θα σε κάνει να σταματήσεις την άσκηση, το ίδιο συμβαίνει και με τον ψυχικό πόνο.

Η δύναμη δεν βρίσκεται στο να παραμείνεις όρθιος ενώ νιώθεις να λυγίζεις από το βάρος του δυσβάστακτου φορτίου πόνου. Δύναμη είναι το να πέσεις και μετά να σηκωθείς. Σε αυτή του την προσπάθεια, ο δυνατός δεν διστάζει να στραφεί σε άλλους ανθρώπους (φίλους, σύντροφο ή ψυχολόγο) που θα τον βοηθήσουν να νιώσει καλύτερα.

Γιατί ο πραγματικά δυνατός άνθρωπος βιώνει τον πόνο όχι απορροφώντας τα χτυπήματα ως ένας άλλος σάκος του μποξ, αλλά ως μία ευκαιρία να εξελιχθεί, να βελτιωθεί. Το να αντιμετωπίζει την όποια επώδυνη εμπειρία (απώλεια αγαπημένου προσώπου, περιπέτεια υγείας, χωρισμός, απόλυση, κτλ.) ως  μία διδακτική εμπειρία δεν είναι καθόλου εύκολο, αλλά γνωρίζει ότι μόνο έτσι το επόμενο χτύπημα θα τον βρει πιο δυνατό.

  1. Έχει αυτοπεποίθηση.

Ένας άνθρωπος που επιδεικνύει όλα τα παραπάνω γνωρίσματα λογικό είναι να πιστεύει στον εαυτό του, να πιστεύει δηλαδή πως θα καταφέρει να ανταπεξέλθει στις όποιες αντιξοότητες συναντήσει στην διάρκεια της ζωής του. Όμως, προσοχή:  η πραγματική αυτοπεποίθηση είναι σιωπηλή. Δεν κραυγάζει.

Το να έχει κάποιος ύφος «ξέρεις ποιος είμαι εγώ και τι έχω περάσει; μπορώ να καταφέρω τα πάντα» είναι επίπλαστη αυτοπεποίθηση. Ο ανασφαλής άνθρωπος προβάλλει αυτή την φτιαχτή εικόνα του δυναμικού ανθρώπου με την ελπίδα ότι θα πείσει  τους άλλους ότι είναι πράγματι δυνατός και μέσω της αντίδρασης των άλλων θα  καταφέρει να πείσει και τον ίδιο του τον εαυτό. Το ‘παίζει σκληρός’  γιατί  η αυτοεκτίμησή του συνδέεται με το πώς τον βλέπουν οι άλλοι.

Ενώ, εκείνος που πραγματικά έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του και στις ικανότητές του δεν χρειάζεται να το αποδείξει στους άλλους προκειμένου να το πιστέψει ο ίδιος. Το αποπνέει.  Και προσπαθεί καθημερινά να ενισχύει την αυτοπεποίθησή του εξαιτίας της εσωτερικής του ανάγκης να βελτιωθεί.

Η αυτοεκτίμησή του συνδέεται με τους στόχους, την προσπάθεια επίτευξής τους, την κατανόηση συναισθημάτων και γενικότερα την προσπάθεια εξέλιξής του. Επιλέγει να επενδύσει ενέργεια και χρόνο στο πώς θα ενισχυθεί ψυχικά, πώς θα γίνει καλύτερος σε όλους τους τομείς της ζωής. Ανταγωνίζεται μόνο τον εαυτό του, τού αναγνωρίζει τις επιτυχίες αλλά δεν τον τιμωρεί για τις αποτυχίες – μαθαίνει από αυτές.  Και βάζει πάλι μπροστά για την επόμενη κατάκτηση που θα ενισχύσει περαιτέρω την αυτοπεποίθηση.

Επομένως, ένας άνθρωπος με αυτοπεποίθηση, συναισθηματική νοημοσύνη, ρεαλιστικές προσδοκίες από τον εαυτό του –δηλαδή με αυτογνωσία-, αισιόδοξη στάση στη ζωή, ένα υποστηρικτικό δίκτυο φίλων και γνωστών και διάθεση για μετατροπή κάθε εμπειρίας σε μάθημα ζωής, είναι ένας δυνατός άνθρωπος.

Μπορεί και να φαίνεται με την πρώτη ματιά πως είναι δυνατός, μπορεί και να χρειάζεται περισσότερο χρόνο να το παρατηρήσουμε. Δεν έχει σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο ίδιος έχει αναπτύξει την νοοτροπία του μαχητή και αυτό κάνει καλύτερη και ομορφότερη την ζωή του.

Κι ο άλλος; Ο ανασφαλής που έχει συνηθίσει να οχυρώνεται πίσω από το προσωπείο μαχητή για να κρύψει τις ανασφάλειές του;  Δεν έχει ελπίδα στην ευτυχία; Τα καλά νέα είναι ότι μπορεί να μετατρέψει το ισχυρό περίβλημα σε κάτι ουσιαστικό, σε μία ισχυρή νοοτροπία.  Και τότε θα έχει εναρμονίσει το ‘είναι’ με το ‘φαίνεσθαι’.

be strong

Τα παιδιά και η απώλεια

pegasus_LARGE_t_1581_106584647Yπάρχει μία σκηνή στην ταινία «Οι Ώρες» (The Hours) όπου η Βιρτζίνια Γουλφ (Νικόλ Κίντμαν) και η ανιψιά της βρίσκονται μπροστά σε ένα νεκρό σπουργιτάκι που κείτεται στο χώμα και συνομιλούν για τον θάνατο. Η ανιψιά έχει φτιάξει με τα κλαδιά μία φωλιά και στο κέντρο της έχει εναποθέσει το άψυχο σπουργιτάκι, ενώ η Βιρτζίνια έφερε κίτρινα τριαντάφυλλα για την «κηδεία» του. Την ρωτάει η ανιψιά «Τι γίνεται όταν πεθαίνουμε;».

Ξαφνιασμένη η Βιρτζίνια, επαναλαμβάνει σαν ηχώ την ερώτηση, σκέφτεται για λίγο και τής απαντά: «Ξαναγυρνάμε εκεί από όπου ήρθαμε». Η ανιψιά της, με πολύ φυσικό τρόπο τής λέει «Δεν θυμάμαι από πού ήρθα». Στη συνέχεια παρατηρεί πόσο μικρό δείχνει το σπουργιτάκι για να πάρει την απάντηση της θείας της «Έτσι δείχνεις όταν πεθαίνεις. Δείχνεις πιο μικρός» και η μικρή προσθέτει «δείχνει τόσο ήρεμο». Αυτή ήταν και η πρώτη επαφή της μικρής με τον θάνατο.

Πώς βιώνουν τα παιδιά την απώλεια; Τι μπορούμε να τους πούμε για τον θάνατο; Αν συνθλίβει εμάς που είμαστε ενήλικες, φαντάσου τι μπορεί να κάνει στα παιδιά! Κι όμως… «Τα παιδιά είναι πιο ανθεκτικά από τους ενήλικες», όπως είπε ο Φαίδωνας Χατζής*, ψυχαναλυτικός ψυχοθεραπευτής που εργάζεται στην ΑΜΚΕ «Μέριμνα» βοηθώντας παιδιά να ξεπεράσουν την απώλεια. Φυσικά και τα παιδιά έχουν ευαίσθητο ψυχισμό, και τώρα πια μιλάμε πιο συχνά για παιδική κατάθλιψη, όχι από τα γεγονότα αυτά καθαυτά αλλά από το πώς τα διαχειρίζονται οι γονείς.

Το γεγονός ότι τα παιδιά είναι περισσότερο ανθεκτικά στον θρήνο από εμάς τους ενήλικες, δεν σημαίνει ότι δεν χρειάζονται την στήριξή μας. Είναι απολύτως απαραίτητη για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν την απώλεια χωρίς τραύματα που θα φέρουν στην μετέπειτα ενήλικη ζωή τους. Πρακτικά όμως, τι σημαίνει «στηρίζω το παιδί μου»; Το να το προφυλάξω για να μην βιώσει τον πόνο της απώλειας σε αυτή την τρυφερή ηλικία; Το να αποφεύγω να μιλήσω για τον θάνατο ή όταν το κάνω να προσπαθώ να τον εξωραΐσω μιλώντας με μεταφορές; Αποτελούν αυτές οι συνήθεις συμπεριφορές στήριξη; Η στήριξη προς τα παιδιά που βιώνουν την απώλεια πρέπει να έχει διπλό χαρακτήρα, καθώς απευθύνεται στο γνωστικό αλλά και στο συναισθηματικό κομμάτι τους.

Το παιδί, δηλαδή, χρειάζεται να καταλάβει αλλά και να του επιτραπεί να αισθανθεί. Επομένως, όταν έχει συμβεί ένας θάνατος στην οικογένεια, μιλάμε στο παιδί με ειλικρίνεια και σαφήνεια για το γεγονός. Χρειάζεται να γνωρίζουν ότι όλοι μας θα πεθάνουμε («την καθολικότητα του θανάτου»), πως είναι μία μόνιμη κατάσταση («το μη αναστρέψιμο του θανάτου») και ότι παύουν οι οργανικές και ψυχικές λειτουργίες του θανόντα. Τέλος, εξηγούμε με απλά λόγια από τι πέθανε το οικείο του πρόσωπο (“την αιτιότητα“). Είναι σημαντικό να αποφύγουμε τον συμβολικό λόγο λέγοντας «έφυγε», «ξεκουράστηκε», «κοιμήθηκε» γιατί μπερδεύει τα παιδιά. «Αν κοιμήθηκε, γιατί δεν ξυπνάει;»

Αρκετοί θα αναρωτηθούν «μα γιατί; Τι χρειάζεται τις λεπτομέρειες το παιδί; Δεν θα το τραυματίσουν για μια ζωή αν μάθει την αιτία θανάτου; Πώς βοηθάει το παιδί να γνωρίζει ότι, για παράδειγμα, ο πατέρας του πέθανε επειδή η καρδιά του σταμάτησε να χτυπάει;» Παρά την γενικευμένη πεποίθηση ότι το να κρατάμε τα παιδιά στο σκοτάδι τα προστατεύει, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Η άγνοια είναι πολύ πιθανό να εντείνει τις ενοχές του παιδιού -μπορεί να ευχήθηκε κάποια στιγμή να μην υπήρχε αυτό το πρόσωπο, μπορεί να πιστεύει πως ο θάνατος ήρθε σαν συνέπεια μιας αταξίας του- και να νιώθει πως εκείνο έχει προκαλέσει τον θάνατο. Η διαβεβαίωση ότι δεν ευθύνεται το ίδιο για αυτό που έχει συμβεί δεν είναι αρκετή αν λείπει η επεξηγηματική συζήτηση. Όπως είναι προφανές, είναι το μυστήριο που δημιουργείται γύρω από τον θάνατο που θα τραυματίσει το παιδί, καθώς θα καταφύγει στις δικές του ερμηνείες του φαινομένου -που συχνά είναι λανθασμένες- και όχι η ενημέρωση.

Η ενημέρωση, ωστόσο, καλύπτει το ένα σκέλος της γονεικής στήριξης, το γνωστικό. Μία στήριξη χωρίς παρεμβάσεις στο συναισθηματικό επίπεδο θα ήταν ελλιπής. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, τα τραύματα δημιουργούνται στο παιδί όχι από τον θάνατο αλλά κυρίως από τους χειρισμούς των ενηλίκων μετά την απώλεια. Ας πάρουμε για παράδειγμα την πιο οδυνηρή απώλεια για ένα παιδί – τον θάνατο ενός γονιού.  Αν ο επιζήσας γονιός καταπιέσει την φυσική ανάγκη του παιδιού να παίξει λέγοντάς του “τρελάθηκες που θα παίξεις μπάλα; εδώ ο πατέρας σου πέθανε κι εσύ.…”, αν το αποθαρρύνει από την κοινωνική του ζωή “δεν μπορούμε να πάμε στα γενέθλια του Γιαννάκη γιατί είμαστε σε πένθος” ή “έλα, μην κλαις” το οποίο είναι το χειρότερο που μπορείς να πεις σε κάποιον που νιώθει θλίψη, τότε δεν επιτρέπει στο παιδί να διαχειριστεί το πένθος. Οπότε σε αυτές τις περιπτώσεις είναι πολύ πιθανό το παιδί να μην ξεπεράσει ποτέ το θάνατο του γονιού του. Και αντίθετα να νιώθει ενοχές, πολύ μεγάλο φορτίο για ένα παιδί!

Κι αν αυτές οι συμπεριφορές αποτελούν παράδειγμα προς αποφυγή, ποιες είναι οι εποικοδομητικές; Πώς μπορεί ο γονιός να βοηθήσει το παιδί του να αρχίσει να επουλώνει τo τραύμα από αυτή την οδυνηρή εμπειρία; Αρχικά, είναι απαραίτητη η συμμετοχή του παιδιού στο οικογενειακό πένθος. Με αυτό τον τρόπο αποχαιρετά και τιμά αυτόν τον άνθρωπο που ήταν σημαντικός στη ζωή του. Προσοχή όμως! Δεν το εξαναγκάζουμε να παραβρεθεί στην τελετή της κηδείας (ή του μνημόσυνου) αν το ίδιο δεν θέλει και σίγουρα όχι χωρίς να έχουμε προετοιμάσει το παιδί για το τι πρόκειται να συμβεί. Η συμμετοχή όμως στο οικογενειακό πένθος δεν εξαντλείται στο τελετουργικό, παρόλο που βοηθάει. Αυτό που έχει σημασία είναι να συμπεριλάβουμε και όχι να αποκλείσουμε (“συναισθηματική εξορία“) το παιδί από την έκφραση του θρήνου. Για αυτό δεν αποθαρρύνουμε το παιδί να κλάψει, ούτε το πιέζουμε να ξεπεράσει τον χαμό γρήγορα -το κάθε παιδί έχει τους δικούς του χρόνους. Επίσης, καλό θα είναι να μην εξιδανικεύεται ο εκλιπών γονιός (αν πρόκειται για θάνατο γονιού), γιατί γενικά η εξιδανίκευση, η μυθοποίηση του θανόντα εμποδίζει τον θρήνο, καθώς το παιδί έχει και καλές και άσχημες αναμνήσεις μαζί του.

Για να ξεπεράσει ένα παιδί την απώλεια χωρίς τραύματα, είναι πολύ σημαντική η σταθερότητα στην καθημερινότητά του. Το παιδί αντιλαμβάνεται ότι η ζωή του άλλαξε αμετάκλητα και εκφράζει ανησυχίες, όπως «ποιος θα με πηγαίνει τώρα σχολείο;» Ο γονιός επιβάλλεται να προωθεί την σταθερότητα, την συνέχιση της ζωής. Είναι απολύτως σημαντικό για το παιδί να μην αλλάξει η καθημερινότητά του, να μείνει στην ίδια γειτονιά, να πηγαίνει στο ίδιο σχολείο και φυσικά να συνεχίσει να ζει φυσιολογικά, όπως πριν, να πηγαίνει στα παιδικά πάρτυ, να παίζει στις παιδικές χαρές, χωρίς να νιώθει ότι προδίδει αυτόν που πέθανε. Υπάρχει ωστόσο και η πιθανότητα, λόγω της οικονομικής κρίσης στη χώρα, να μην είναι εφικτή η διατήρηση κάθε πτυχής της προηγούμενης κατάστασης (να πρέπει π.χ. να αλλάξει σχολείο). Και σε αυτή την περίπτωση πρέπει να εξηγήσουμε στο παιδί τις νέες συνθήκες στην καθημερινή ζωή του, επισημαίνοντας ταυτόχρονα και ποιες έχουν μείνει ίδιες με πριν, προκειμένου να καθησυχαστεί η ανασφάλεια του παιδιού.

Όσο σημαντική είναι η ομαλή συνέχιση της καθημερινής ζωής του παιδιού, το ίδιο είναι και η διατήρηση της μνήμης. Το να αποθαρρύνεται το παιδί να αναφέρεται στον εκλιπόντα δεν το προστατεύει, αλλά το καταπιέζει με αρνητικές επιπτώσεις. Αντίθετα, μία καλή ιδέα θα ήταν το κουτί των αναμνήσεων. Ζητάμε από τα παιδιά να το γεμίσουν με ό,τι τους συνδέει και ό,τι τους θυμίζει τον αποθανόντα. Με αυτόν τον τρόπο εμπλουτίζουμε τα αποθέματα ψυχικής άμυνας.

Μιλώντας για ψυχική άμυνα, να υπενθυμίσουμε ότι τα παιδιά είναι λιγότερο επιρρεπή στην κατάθλιψη από τους ενήλικες. Ένας λόγος είναι επειδή καταφεύγουν στο παιχνίδι και στην ζωγραφική. Για αυτό ο γονιός θα πρέπει όχι μόνο να μην επικρίνει την φυσική τάση του παιδιού για παιχνίδι ως ανάρμοστη συμπεριφορά σε περίοδο πένθους, αλλά και να το προτρέπει να παίξει. Όπως καλό θα ήταν να ενθαρρύνεται το παιδί να εκφράσει τα συναισθήματά του. Ας μην ξεχνάμε ότι τα παιδιά δεν λεκτικοποιούν τον θρήνο. Ζωγραφίζουν όμως. Μία ιδέα θα ήταν να ζητήσουμε από το παιδί να ζωγραφίσει πού αισθάνεται στο σώμα το κάθε συναίσθημα που είναι πιθανό να είναι πολλά, έντονα και αμφιθυμικά.

mandalaΈνα άλλο παράδειγμα εικονοποίησης του συναισθήματος είναι εμπνευσμένο από τις ζωγραφιές Μαντάλα (βλ.εικόνα) και εφαρμόζεται στην ΑΜΚΕ Μέριμνα. Σε μια απλουστευμένη εκδοχή, ζωγραφίζουμε έναν κύκλο και ζητάμε από το παιδί να τον γεμίσει με χρώματα ανάλογα με τα συναισθήματα που νιώθει. Προτείνονται έξι χρώματα για έξι συναισθήματα (λύπη, χαρά, θυμός, φόβος, ενοχή, αγωνία). Το τελικό αποτέλεσμα θα μοιάζει με τα στατιστικά «γραφήματα πίτας» (pie charts). Επαναλαμβάνουμε την άσκηση έξι μήνες αργότερα και τότε εντοπίζουμε κάποιες διαφορές. Για παράδειγμα, η λύπη είναι πιθανό να κατέχει λιγότερο χώρο μέσα στον κύκλο.

O θάνατος, η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου είναι συνυφασμένος με την ζωή. Ακριβώς επειδή πρόκειται για αναπόδραστη πραγματικότητα της ζωής, δεν αποτελεί προστασία το να εμποδίσουμε τα παιδιά (προσχολικής και σχολικής ηλικίας) από το να βιώσουν την εμπειρία. Σίγουρα αυτή η εμπειρία είναι οδυνηρή, τραυματική. Και ο τρόπος για να βοηθήσουμε τα παιδιά να επουλώσουν τα τραύματά τους περνάει μέσα από την στήριξη σε νοητικό και συναισθηματικό επίπεδο. Τα παιδιά χρειάζονται γονείς στους οποίους μπορούν να βασιστούν, ενήλικες παρόντες και αληθινούς, όχι «γενναίους». Χρησιμοποίησα τα εισαγωγικά γιατί δεν ωφελεί να κρύβουμε τα αισθήματά μας (λύπης και απελπισίας) από τα παιδιά. Όχι μόνο γιατί τα διαισθάνονται, αλλά και γιατί από αυτή την συμπεριφορά των γονιών μαθαίνουν να μην εκφράζονται και τα ίδια.

Γενικά οι αντιδράσεις των ενηλίκων καθορίζουν την αντίδραση των παιδιών. Κι ενώ ωφελεί τα παιδιά να εκφράζουν οι ενήλικες την θλίψη τους, δεν τα ωφελεί να βλέπουν ενήλικες έτοιμους να καταρρεύσουν. Αντίθετα, αυτό ενισχύει την ανασφάλειά τους καθώς βασίζονται στους ενήλικες για την επιβίωσή τους. Δυστυχώς, σε μερικές τέτοιες περιπτώσεις είναι τα παιδιά που αναλαμβάνουν τον ρόλο να προστατέψουν τον γονιό. Για να αποφευχθεί αυτό, καλό θα είναι οι γονείς να έχουν οι ίδιοι επεξεργαστεί τις σκέψεις και τα αισθήματά τους για την αρρώστια και τον θάνατο πριν μιλήσουν στο παιδί. Διαφορετικά, ο γονιός θα μεταδώσει τον δικό του φόβο στο παιδί αδυνατώντας να του παρέχει στήριξη.

Αν και κάθε παιδί είναι ξεχωριστό, μία ειλικρινής συζήτηση μαζί του εξηγώντας με απλά λόγια τα αίτια του θανάτου του αγαπημένου προσώπου και απαντώντας με σαφήνεια στις ερωτήσεις του, η ενθάρρυνση της έκφρασης του συναισθήματος, η ασφάλεια ότι η καθημερινότητα θα συνεχιστεί καθώς και η διατήρηση της ανάμνησης του εκλιπόντα, σίγουρα θα το βοηθήσουν να νοηματοδοτήσει την απώλεια και να την εντάξει στην ιστορία της ζωής του. Εξάλλου, όσο πιο νωρίς μάθει το παιδί να αντιμετωπίζει αυτό το οδυνηρό συναίσθημα της απώλειας, τόσο πιο πιθανό γίνεται να αναπτύξει τακτικές για να ξεπερνά στο μέλλον -χωρίς μεγάλη συντριβή- τους αναπόφευκτους μικρούς ή μεγάλους αποχωρισμούς της ζωής.

*Η συγκεκριμένη ανάρτηση έχει ενσωματώσει σημειώσεις από την ομιλία “Απώλειες Ζωής- Γέφυρες Στήριξης” του ψυχολόγου-ψυχοθεραπευτή Φαίδωνα Χατζή, συνεργάτη της ΑΜΚΕ “Μέριμνα”, στα πλαίσια της τριημερίδας “Ημέρες Ψυχολογίας” (27-29 Ιουνίου 2014) που διοργάνωσε το Kολλέγιο Ανθρωπιστικών Επιστημών ICPS.